Σελίδες

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

«Όψεις της πολιτικής ιδεολογίας των Βυζαντινών μέσα από τη χρονογραφία, τη δημοσιογραφία, εν τινι τρόπω, της εποχής εκείνης»

 
 
 
Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.), Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

               Ορισμένες βυζαντινές  αφηγήσεις  του  είδους  της χρονογραφίας, σύμφωνα με τον Χέρμπερτ Χούνγκερ,  αποσκοπούν  στο  να  παρουσιάσουν  μερικούς  αυτοκράτορες, μέσα  από  ορισμένες  σημαντικές  αποφάσεις  τους, ως  τους  εξουσιοδοτημένους  από  τον  Θεό  υπερασπιστές  του  δικαίου  και  κυρίως  ως  προστάτες  των  αδυνάτων  και  φτωχών.
                 Ο  Βελεντινιανός  Α΄, ο  οποίος  λόγω  της  πίστης  του  στην  ορθοδοξία  απολαμβάνει  την   προτίμηση  των  χρονογράφων, σε  αντίθεση  προς  τον  αδερφό  του, τον  οπαδό  του  αρειανισμού  Βάλεντα, συνδέεται  με  μια  ιστορία  αυτού  του  είδους: Μια  γυναίκα  με  το  όνομα  Βερονίκη  χάνει  την  περιουσία  της  εξαιτίας  του  πλούσιου  και  ισχυρού  praepositus  Ροδανού  και  απευθύνεται  στον  αυτοκράτορα  Βαλεντινιανό  ζητώντας  βοήθεια. Όταν  ο  ανώτατος  υπάλληλος, πιστεύοντας  στην  επιρροή  του, δεν  υπακούει  στην  εντολή  του  αυτοκράτορα  να  επιστρέψει  ό,τι  είχε  αποκτήσει  παράνομα, ο  Βαλεντινιανός  τον  καθαιρεί  από  το  αξίωμά  του  ενώπιον  της  συγκλήτου  και  διατάζει  να  καεί  στον  ιππόδρομο, κάνοντας  δημόσια  γνωστό  το  παράπτωμά  του. Στη  γυναίκα  επιστρέφεται  ό,τι  της  είχε  αφαιρεθεί, και  έτσι  ο  αυτοκράτορας  υμνείται  ως  υπέρμαχος  της  δικαιοσύνης.
                Η  ιστορία  αυτή  κινείται  στο  ίδιο  πλαίσιο  όπως  εκείνη  που  παραδίδεται  για  τον  Θεόφιλο. Μια  φτωχή  γυναίκα  καταφεύγει  στον  αυτοκράτορα  ζητώντας  το  δίκιο  της, γιατί  ο  ισχυρός  Πετρωνάς, ένας  συγγενής  του  αυτοκράτορα, έχτισε  μπροστά  στο  μικρό  της  σπίτι  ένα  τεράστιο  κτίριο, στερώντας  της  έτσι  το  φως  και  τον  ήλιο.
 
 
 
O αυτοκράτορας Θεόφιλος; και η δικαίωση της χήρας
 
 
 
 
               Ο  αυτοκράτορας  αφού  ήλεγξε  την  ορθότητα  της  κατηγορίας, διέταξε  να  γκρεμιστεί  το  σπίτι   του  Πετρωνά  κι  ο  ίδιος  να  μαστιγωθεί  δημόσια. Μια  παρόμοια  αλλά  εκτενέστερη  ιστορία, που  αφορά  τον  αυτοκράτορα  Ιουστίνο  Β΄, διηγείται  ο  Κωνσταντίνος  Μανασσής. Μια  φτωχή  χήρα  καταγγέλλει  έναν  ισχυρό  μάγιστρο, συγγενή  του  αυτοκράτορα (το  όνομά  του  δεν  αναφέρεται), ότι  της  έκλεψε  όλο  το  βιός  της. Ο  αυτοκράτορας  τον  καλεί  σε  απολογία, αυτός  όμως  δεν  δίνει  σημασία, οργανώνει  μάλιστα  ένα  πλούσιο  φαγοπότι  για  τους  φίλους  του. Ο  έπαρχος, που  διόρισε  ο  αυτοκράτορας  δικαστή, εξουσιοδοτείται  από  τον  Ιουστίνο  να  συλλάβει  τον  μάγιστρο  κατά  τη  διάρκεια  της  γιορτής  και  να  τον  οδηγήσει  στο  δικαστήριο. Αυτός  βέβαια  δεν  έχει  να  προβάλει  καμία  δικαιολογία, μαστιγώνεται, κουρεύεται  εν  χρώ  και  διαπομπεύεται. Η  χήρα  παίρνει  πίσω  ό,τι  της  ανήκε, και  έτσι  ο  αυτοκράτορας  παρουσιάζεται  ως  το  υπόδειγμα  του  αδέκαστου  και  δίκαιου. Αυτή  τη  φορά  είναι  πιο  εμφανής  ο  επιθετικός  τόνος  εναντίον  του  ισχυρού. Τονίζονται  ιδιαίτερα  η  ασωτεία  του  κατά  τη  διάρκεια  του  συμποσίου  και  οι  αντικοινωνικές  του  αυθαιρεσίες, που  έρχονται  σε  αντίθεση  με  την  αξιοθρήνητη  λιποθυμία  του  κατηγορουμένου  στο  δικαστήριο. Η  αυτοκράτειρα  Σοφία  αποδείχτηκε  αντάξια  του  συζύγου  της, όταν  λόγω  της  δύσκολης  οικονομικής  κατάστασης  έκαψε  τις  αποδείξεις  των  χρεών  και  αποζημίωσε  τους  πιστωτές  από  την  προσωπική  της  περιουσία. Η  δικαιοσύνη  και  αι  ευεργεσίαι  ήταν  από  τα  βασικά  στοιχεία  που  συνέθεταν  τη  βυζαντινή  αυτοκρατορική  ιδέα. Για  τον  αυτοκράτορα  Θεόφιλο  διηγούνταν  ότι  γύριζε  «ινκόγνιτο»  στις  αγορές  για  να  ενημερώνεται   για  τις  τιμές  των  τροφίμων, των  καυσίμων  και  των  ενδυμάτων.
               Μια  άλλη  διήγηση  ρίχνει  το  βάρος  από  τη  μια  μεριά  στις  αντίξοες  κοινωνικές  συνθήκες  και  από  την  άλλη  στην  ανυπέρβλητη  δικαιοσύνη  και   την  αμερόληπτη  ανιδιοτέλεια  του  αυτοκράτορα. Ένας  στρατηγός  παίρνει  από   έναν  ιππέα  το  έξοχο  άλογό  του, που  επανειλημμένα  του  είχε  σώσει  τη  ζωή, και  το  χαρίζει  στον  αυτοκράτορα  Θεόφιλο  σαν  να  ήταν  δικό  του. Ο  στρατιώτης  σκοτώνεται   στη  μάχη, και  η  χήρα  του, που  δεν  έχει  πια  τα  μέσα  να  θρέψει  τα  παιδιά  της, απευθύνεται  στον  γνωστό  για  τη  δικαιοσύνη  του  αυτοκράτορα. Κατά  τη  διάρκεια  της  μετάβασης  της  βασιλικής  πομπής  στην  εκκλησία  των  Βλαχερνών  δεν  διστάζει  να  ορμήσει  μπροστά  στον  αυτοκράτορα  και  να  κρατήσει  τα  χαλινάρια  του  αλόγου  του, που  δεν  είναι  άλλο  από  εκείνο  του  άντρα  της. Ο  Θεόφιλος  ακούει  όλη  την  ιστορία  και  φέρνει  τον  έκπληκτο  στρατηγό  σε  αντιπαράθεση  με  την  κατήγορο. Ο  στρατηγός  παραδέχεται  την  ενοχή  του  και  ικετεύει  να  του  δοθεί  χάρη. Ο  αυτοκράτορας  τον  τιμωρεί  με  εξορία  και  ορίζει  τη  χήρα  και  τα  παιδιά  της  κληρονόμους  του  ενόχου.

              Όλες  αυτές  οι  ιστορίες, που  αναφέρθηκαν  με  συντομία, διακρίνονται  για  την  τάση  τους  να  στρέφονται  κυρίως  εναντίον  των  ισχυρών, των  εκπροσώπων  της  ανώτερης  τάξης, που  εκμεταλλεύτηκαν  την  κοινωνική  τους  θέση  για  να  πλουτίσουν  σε  βάρος  άλλων  πολιτικά  ασθενέστερων  προσώπων. Ένα  από  τα   κύρια  καθήκοντα  του  βυζαντινού  αυτοκράτορα  ήταν  να  αντιμετωπίζει  αυτές  τις  αδικίες, κάτι  που  δεν  το  κατόρθωνε  πάντα.  Οι  διηγήσεις  αυτές  στις  χρονογραφίες  απέβλεπαν  στο  να  δημιουργήσουν  στους  αναγνώστες  (ή  ακροατές)  την  πεποίθηση  ότι  ο  αυτοκράτορας  έπαιρνε  πάντα  θέση  υπέρ  των  φτωχών  και  καταπιεσμένων  και  εναντίον  των  ισχυρών  και  των  εκμεταλλευτών. Ασφαλώς  οι  σκληρές  κοινωνικές  συνθήκες  ήταν  διαμέσου  των  αιώνων  ο  λόγος  που  οδηγούσε  στη  δημιουργία  και  εσκεμμένη  διάδοση  στο  λαό  τέτοιων  ιστοριών, που  έχουν  περισσότερο  το  χαρακτήρα  ενός  άλλοθι.

            Τέλος  θα  αναφέρουμε  μια  ιστορία  που  σκοπό  είχε  να  εξάρει  την  ευεργεσία  του  αυτοκράτορα. Κάποτε, επί  Θεοδώρου  Α΄ Λάσκαρη, «ανήρ  απλοϊκός  τε  και  απερίσκεπτος»  έτρεχε  στους  δρόμους  της  Νίκαιας  και  φώναζε  σε  κάθε  γνωστό  του  να  χαρεί  μαζί  του, γιατί  σύντομα  θα  εμφανιζόταν  «ο  καλός  αυτοκράτορας». Ο  Θεόδωρος  τον  κάλεσε  μπροστά  του  και  τον  ρώτησε  αν  αυτόν  δεν  τον  θεωρεί  καλό  αυτοκράτορα. Ο  απλοϊκός  άνθρωπος  είπε: «Τί  μου  έχεις  δώσει  ως  σήμερα, ώστε  να  σε  θεωρώ  καλό;» «Δεν  είναι  σαν  να  σε  ευεργετώ  κάθε  μέρα, όταν  πολεμώ  και  κινδυνεύω  για  σένα  και  τους  συμπολίτες  σου;» είπε  ο  αυτοκράτορας. «Και  ο  ήλιος  μας  χαρίζει  ζέστη  και  φως», απάντησε  ο  άνθρωπος, «αλλά  δεν  του  χρωστούμε  χάρη, γιατί  κάνει  μόνο  αυτό  που  του  έχει  οριστεί  να  κάνει. Και  συ  εκπληρώνεις  μόνο  το  καθήκον  σου, όταν, όπως  λες, μοχθείς  και  κινδυνεύεις  για  τους  συμπατριώτες  σου». «Και  αν  κάνω  δώρα, θα  είμαι  ένας  καλός  ηγεμόνας;» ρώτησε  ο  αυτοκράτορας. «Και  βέβαια»  απάντησε  ο  απλοϊκός  άνθρωπος. Ο  αυτοκράτορας  διέταξε  να  του  δώσουν  ρούχα  και  χρήματα, με  αποτέλεσμα  να  πάψει  ο  άλλος  να  ψάχνει  για  τον  καλό  αυτοκράτορα, μια  και  ο  Θεόδωρος  ήταν  ο  «καλός  τε  και  ολόκαλος  και  χρηστός  βασιλεύς». Η  ιστορία  φαίνεται  να  έχει  επινοηθεί, όπως  εξάλλου  και  άλλες  παρόμοιες, για  να  ρίξει  φως  σε  μια  σημαντική  και  θετική  πλευρά  της  προσωπικότητας  του  αυτοκράτορα. Διάφορες  λεπτομέρειες  μας  βάζουν  παρ’  όλ’ αυτά  σε  σκέψεις: Ο  απλοϊκός  δεν  είναι  στην  πραγματικότητα  τόσο  απλοϊκός, όσο  θέλει  ο  συγγραφέας  να  πιστέψουμε. Δεν  είναι   μόνο  το  ότι  κατορθώνει  να  βγει  κερδισμένος. Δεν  διστάζει  να  πει   ανοιχτά  στον  αυτοκράτορα  τις  σκέψεις  του  και   ουσιαστικά  θέτει  υπό  αμφισβήτηση  ένα  σημαντικό  στήριγμα  της  αυτοκρατορικής  ιδεολογίας: την  ανιδιοτελή  χρήση  της  αυτοκρατορικής  ισχύος  προς   όφελος  των  υπηκόων. Πολύ  πετυχημένα  χρησιμοποιεί  στην  επιχειρηματολογία  του  την  παρομοίωση  με  τον  ήλιο, μια  παρομοίωση  που  σε  κάθε  Βυζαντινό  ήταν  γνωστή  από  τις  επευφημίες  στον  ιππόδρομο, και  στους  μορφωμένους  από  εκατοντάδες  ρητορικά  κείμενα. Φαντάζεται  κανείς  τον  δημιουργό  αυτής  της  ιστορίας  να  υπομειδιά  με  ικανοποίηση. Παρ’ όλ’ αυτά – ή  ίσως  ακριβώς  γι’ αυτό  το  λόγο – οι  Βυζαντινοί  θα  τη  διάβαζαν  με  ευχαρίστηση.

Πηγές: Λέων  Γραμματικός, Συνεχιστής του  Θεοφάνους,  Σκυλίτζης,  Ιωάννης Ζωναράς έκδ. Pinder, Μανασσής, Μιχαήλ Γλυκάς, Εφραίμ,  Πασχάλιον Χρονικό,   Σύνοψις Σάθα, Hunger, Prooimion, Βυζαντινή Λογοτεχνία,  Ψευδο-Κωδινός, Περί  οφφικίων, έκδ. Verpeaux.



1 σχόλιο: