Σελίδες

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Ναός της Γεννήσεως, Βηθλεέμ

 

Η ΑΓΙΑ ΒΗΘΛΕΕΜ

       Εκατόν τριάντα χρόνια μετά την γέννηση του Χριστού, το Άγιο Σπήλαιο αποτελούσε τόπο προσκυνήματος για τους Χριστιανούς. Ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας Ανδριανός, θέλοντας να παραδώσει στην λήθη τον τόπο, ανήγειρε ναό αφιερωμένο στον Άδωνη, όπως είχε πράξει και στον Γολγοθά, με την ανέγερση ιερού αφιερωμένου στην Αφροδίτη. Η προσπάθειά του δεν τελεσφόρησε. Η μαρτυρία του Ωριγένη, που επισκέφθηκε την Παλαιστίνη το 213 μ.Χ. δείχνει, ότι ο τόπος ήταν περιφανής και το χριστιανικό προσκύνημα ξακουστό, ακόμα και ανάμεσα στους εθνικούς. Στις αρχές του Δ' αι. η Αγία Ελένη ανήγειρε χριστιανικό ναό και αφιέρωσε πολύτιμα κειμήλια. Το οικοδόμημα συμπλήρωσε ο Μ. Κωνσταντίνος και στόλισε με χρυσό, ασήμι και πολύτιμους λίθους τα αναθήματα, κατά την μαρτυρία του Ευσέβιου Καισαρείας. Την μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνει και ο συγγραφέας  του οδοιπορικού της Βουρδιγάλης, γράφοντας για την εκκλησία της Βηθλεέμ: «δύο μίλια πέρα του τάφου της Ραχήλ είναι η Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός˙ εκεί οικοδομήθηκε εκκλησία κατά διαταγή του Μ. Κωνσταντίνου.
       Η εκκλησία διατηρήθηκε για δύο αιώνες. Τον Ε' αι. ο Ιουστινιανός ανήγειρε μεγαλύτερη και περιφανέστερη εκκλησία. Ήθελε το οικοδόμημα αυτό να είναι το λαμπρότερο απ' όλα της Παλαιστίνης. Ο αρχιτέκτονας, όμως από σεβασμό στο αρχαίο έθος διατήρησε το αρχικό σχήμα του ναού, εν μέρει. Την επιβεβαίωση της πληροφορίας, ότι ο ναός στην Βηθλεέμ είναι έργο δικό του, λαμβάνουμε από ανώνυμο Αραβικό χρονικό. Μετά τον Ιουστινιανό σπανίζουν οι πληροφορίες για τον ναό αυτό. Η περσική εισβολή του 614 μ.Χ., ενδεχομένως να επέφερε καταστροφή και στην Βηθλεέμ, όμως η στιβαρή κατασκευή δεν επέτρεψε εκτεταμένες βλάβες. Η ζημιά διορθώθηκε εύκολα και επανήλθε στην πρότερη λαμπρή κατάσταση. Οι Αρκούλφος και Βιλιβάρδος περιγράφουν με θαυμασμό τον ναό, τους Ζ' και Η' αι. αντίστοιχα, ενώ ο Βερνάρδος την Θ' εκατονταετηρίδα γράφει: « στην Βηθλεέμ υπάρχει μεγάλη εκκλησία, στο μέσο της οποίας είναι ένα σπήλαιο υπόγειο, του οποίου η είσοδος βρίσκεται προς νότο και η έξοδος προς ανατολάς (ίσως προς βορά)˙ μέσα στο σπήλαιο δυτικά δεικνύεται η Αγία Φάτνη».
       Όταν τον ΙΑ' αι. όλες οι εκκλησίες της Αγίας Γης κατεδαφίσθηκαν από τον Χακίμ ιμπν Αμρ-ιλλάχ μόνο η εκκλησία της Βηθλεέμ σώθηκε. Ο Γάλλος χρονογράφος Ademar έγραψε ότι, όταν οι Σαρακηνοί αποπειράθηκαν να καταστρέψουν τον ναό, φως ως αστραπή έπεσε πάνω τους και θανάτωσε πολλούς. Το 1099 μ.Χ. έφτασαν οι σταυροφόροι στα Ιεροσόλυμα. Βρήκαν την εκκλησία της Βηθλεέμ άθικτη. Ο Γοδεφρείδος απέστειλε τον Ταγκράδο με 100 ιππότες και κατέλαβαν την Βηθλεέμ μέσα σε μια μέρα. Το 1103 μ.Χ. γράφει, ότι όλη η περιοχή είχε ερημώσει και μόνο ο ναός έστεκε ακόμη όρθιος. Στον επόμενο μισό αιώνα η φθορά είχε επέλθει σε τέτοιο σημείο, ώστε ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων κυρ Μανουήλ Κομνηνός με μεγαλοδωρία επισκεύασε αυτόν. Ο Ιωάννης Φωκάς στο σύγγραμμά του για τους Αγίους Τόπους δασώζει, ότι ο Λατίνος επίσκοπος έστησε την μορφή του αυτοκράτορα Μανουήλ στο Θυσιαστήριο του Αγίου Σπηλαίου. Μετά την διάλυση των σταυροφορικών βασιλείων, οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης, διατήρησαν τον ορθόδοξο   κλήρο στην Βηθλεέμ, κατευνάζοντες με πλούσια δώρα την εκδικητική μανία των μουσουλμάνων. Έτσι το 1348 ο Καντακουζηνός απέστειλε πρεσβεία στον Σουλτάνο των Μαμελούκων της Αιγύπτου Νασρεντίν Χασάν, υπό τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Λάζαρο, που μεσίτευσε υπέρ του Ναού της Αναστάσεως και των άλλων προσκυνημάτων.
       Το 1435 μ.Χ. ο βασιλιάς της Τραπεζούντας Αλέξιος Κομνηνός ανακαίνισε την μολυβδοσκέπαστη στέγη του ναού. Το 1561 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Σοφρώνιος έκτισε τις τέσσερις κάμαρες που βρίσκονται σε αμφότερα τα μέρη του Αγίου Σπηλαίου. Η στέγη του ναού έχρηζε ήδη εκ νέου επισκευή επί πατριαρχίας του Παϊσίου, αλλά αυτός δεν κατόρθωσε να φέρει εις πέρας το έργο, λόγω έλλειψης χρημάτων. Ο διάδοχός του Νεκτάριος έπεισε κάποιον επιφανή Μανωλάκη Καστοριανό να συνδράμει στις εργασίες και ξεκίνησε την διαδικασία της έκδοσης της σχετικής άδειας από την Πύλη. Οι εργασίες εκίνησαν τελικά από τον Πατριάρχη Δοσίθεο. Ο προαναφερθείς Μανωλάκης Καστοριανός συγκέντρωσε την απαραίτητη ξυλεία στην Ιόππη. Από εκεί με άμαξες κατευθύνθηκαν στα Ιεροσόλυμα. Αλλά στην κοιλάδα του χείμαρρου Σαλάμ, βόρεια από τους Εμμαούς, ο δρόμος ήταν δύσβατος και οι άμαξες δεν μπορούσαν να διέλθουν. Εξήλθαν λοιπό οι Ορθόδοξοι από τις πόλεις Ρεμπλί, Ραμμάλα και Λύδδα καθώς και από Ιερουσαλήμ και με την δική τους προσωπική εργασία διάνοιξαν την οδό προς Ιερουσαλήμ. Έτσι η μεταφορά διήρκεσε από Αύγουστο ως Δεκέμβριο. Τον Σεπτέμβριο του 1672 ξεκίνησαν η επισκευή που συμπεριελάμβανε την ανακαίνιση της στέγης, συτνήρηση στους τοίχους, διάνοιξη θυρών κεκλεισμένων και παραθύρων κι αντίστοιχη τοποθέτηση, μαρμαρόστρωση και ασβέστωμα. Για την κάλυψη της στέγης με μόλυβδο αναχωνεύθηκε ο ήδη υπάρχων και συμπληρώθηκε όσο έλειπε. Τα εγκαίνια έγιναν τον Ιούλιο του ίδιου (εκκλησιαστικού) έτους από την σύνοδο που απήλλαξε τον Κύριλλο Λούκαρη από τις κατηγορίες των Ιησουιτών (βλ. σχετικά εδώ).
       Άλλες μικρότερες επισκευές έγιναν το 1689 μ.Χ. με την άδεια του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Β' και το 1775 μ.Χ. επί πατριαρχίας Αβραμίου. Το 1842 μ.Χ. έγινε άλλη μια μεγάλη ανακαίνιση του οικοδομήματος επί Αθανασίου του Γ'. Η στέγη αντικαταστάθηκε και μολυβδοσκεπάστηκε. Το έδαφος του Καθολικού στρώθηκε με μάρμαρα, ενώ έξω στις κολώνες στρώθηκε με ντόπια πέτρα. Όλοι οι τοίχοι, των οποίων το μωσαϊκό κατέπεσε από την πολυκαιρία, καλύφθηκαν με μαρμαρόσκονη. Αυτή ήταν και η τελευταία μεγάλη ανακαίνιση του ναού.
 



 

ΕικόναΟ Ιερός Ναός της Γεννήσεως. Στο βάθος διακρίνεται το καθολικό του Ναού

Εικόνα
Το καθολικόν του Ιερού Ναού της Γεννήσεως

Εικόνα
Ο Ιερός Ναός εσωτερικά (δίπλα στο καθολικό). Εκεί που διακρίνεται η μορφή του μοναχού, κατεβαίνει κανείς τα σκαλοπάτια και βρίσκεται μπροστά στο Άγιο Σπήλαιο της Γεννήσεως του Χριστού

Εικόνα
Η είσοδος για το Ιερό Σπήλαιο

Εικόνα
Το Άγιο Σπήλαιο της Γεννήσεως του Χριστού
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Ιωαννίδου, Βενιαμίν, Προσκυνητάριον της Αγίας Γης, Ιεροσόλυμα 1877 (1η έκδ) Θες/νίκη 2004 (2η έκδ).
2) Ζερβάκου, Φιλοθέου, Ηγουμένου της εν Πάρω Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας, Προσκύμα εις Παλαιστίνην και Σινά, Αθήνα 19744.
3) Καπενέκα, Ιακώβου, Αρχιεπισκόπου Διοκαισαρείας, Οι Άγιοι Τόποι της Παλαιστίνης και το τάγμα των Αγιοταφιτών, (ανάτυπο εκ της Νέας Σιών) Ιεροσόλυμα 1982.
4) Κατσαρού, Τρύφωνος, Ιερομονάχου, Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, Αθήνα 1997.


Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

O Παπαδιαμάντης για τα Χριστούγεννα




              «Ἐὰν τὸ Πάσχα εἶναι ἡ λαμπρότατη τοῦ Χριστιανισμοῦ ἑορτή, τὰ Χριστούγεννα βεβαίως εἶναι ἡ γλυκύτατη καὶ συγκινητικωτάτη, καὶ διὰ τοῦτο ἀνέκαθεν ἐθεωρήθη ὡς οἰκογενειακὴ κατ' ἐξοχὴν ἑορτή.
                 Ἐν τῇ Ἑσπερίᾳ δὲ τὰ κατ' αὐτὴν ἀνεπτύχθησαν καὶ διετυπώθησαν ὄντως, ὥστε προσέλαβεν ἰδιόρρυθμον τίνα τύπον, καὶ ἤθη, ἔθιμα καὶ παραδόσεις ἰδιαίτεραι πρὸς αὐτὴν συνεκροτήθησαν καὶ ἐπ' αὐτῆς ἀντεπέδρασαν.
                Ὁλόκληρον φιλολογίαν ἀποτελούσι τὰ λεγόμενα Contes de Noel, τὰ Χριστουγεννιάτικα δήλ. παραμύθια, ὧν τίνα ἐξόχων συγγραφέων ἔργα εἶναι ὡραιότατα, βιβλιοθήκην δὲ ὁλόκληρον δύνανται νὰ γεμίσωσι τὰ κατ' ἔτος ἐκδιδόμενα Christmas Numbers, τὰ ἔκτακτα δήλ. φυλλάδια τῶν εἰκονογραφημένων περιοδικῶν τὰ δημοσιευόμενα ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων, μετὰ καλῶν εἰκόνων καὶ ποικιλωτάτης τερπνῆς ὓλης.
              Οὐδὲν δὲ ἄπορον ἂν ἐν τῇ Δύσει ἰδίως ἀνεπτύχθη ἡ ἑορτὴ αὔτη, διότι ἐκ τῆς Δύσεως ἔχει ἂν ὄχι τὴν ἀρχήν, τουλάχιστον τὴν τάξιν καὶ τὴν σύστασιν.
             Γνωστὸν ὅτι πρῶτος ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «ἐλθόντων τινῶν ἀπὸ τῆς Δύσεως καὶ ἀπαγγειλάντων», ἐκανόνισε τὴν ἑορτὴν ταύτην ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ὄτε, κατ' αὐτὸν τὸν μήνα Δεκέμβριον τῇ ιε', ἐχειροτονήθη πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὰ τέλη τοῦ δ' αἰῶνος.
Διότι, φαίνεται, ἕως τότε ἐπεκράτει σύγχυσις, καὶ ἐωρτάζετο μὲν κατὰ τόπους ἡ Χριστοῦ Γέννησις, ἀλλ' ἐτέλουν τὴν ἑορτὴν ἄλλοι ἄλλοτε καὶ δὲν συνεφώνουν περὶ τῆς ἡμέρας. Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία εἶχεν ὁρίσει ἀπ' ἀρχῆς τὴν κε' τοῦ Δεκεμβρίου καὶ τὴν ἡμέραν ταύτην ἔταξεν ἐν τῇ Ἀνατολῇ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
              Οὒχ ἧττον ὅμως ἡ Χριστοῦ Γέννησις ἐτιμάτο ἔκπαλαι ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, οἱ μέγιστοι δὲ τῶν Πατέρων, οἵτινες ἔζησαν κατὰ τὴν Δ' ἑκατονταετηρίδα, τὸν χρυσοῦν ἐκεῖνον αἰώνα τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὧν πολλοὶ εἶναι κατὰ τί ἀρχαιότεροί του Χρυσορρήμονος διδασκάλου, συνέθεσαν πανηγυρικοὺς καὶ ἐγκωμιαστικοὺς λόγους πρὸς τιμὴν τῆς ἡμέρας. Τὸ δημοτικώτατον ἐκεῖνο ᾄσμα, τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε», εἶναι κατὰ λέξιν ἠρανισμένον ἐκ τοῦ πανηγυρικοῦ του ἱεροῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, τοῦ καὶ Θεολόγου ἐπικαλουμένου. Ἐκ πανηγυρικοῦ λόγου ἐλήφθη ἐπίσης καὶ τὸ ἐξαποστειλάριον τῆς ἑορτῆς. «Ἐπεσκέψατο ἠμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἠμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν...» Ἡ τελευταία αὐτὴ φράσις, ἔχει τὸ προνόμιον, ὡς ἤκουσα, νὰ ἐμπνέη μέγαν ἐνθουσιασμὸν εἰς τοὺς ἀτυχήσαντας μὲν περὶ τὴν γλώσσαν, Ἕλληνας δὲ τὴν καρδίαν καὶ τὸ φρόνημα ἀδελφοὺς ἠμῶν τῆς Καισαρείας καὶ Καππαδοκίας, εὐλόγως καυχωμένους καὶ λέγοντας ὅτι «ἐξ Ἀνατολῆς τὸ φῶς».
             Ἐπειδὴ δὲ περὶ πανηγύρεων καὶ ἐγκωμίων ὁ λόγος, δὲν δύναμαι νὰ λησμονήσω τοὺς προσφιλεῖς μοὶ ἀσματογράφους, καὶ νὰ μὴ ἀποτείνω τὸν φόρον τοῦ θαυμασμοῦ μου εἰς πάντας μὲν τοὺς ποιητᾶς τῶν διαφόρων τῆς ἑορτῆς ὕμνων, ἀλλ' ἰδίως εἰς τοὺς συνθέτας τῶν δυὸ αὐτῆς Κανόνων, τὸν ἱερόν, λέγω, Κοσμᾶν, ποιητὴν τοῦ ἀ' Κανόνος, οὐ ἡ ἀρχὴ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε...», καὶ τὸν πολὺν Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν, ποιητὴν τοῦ β' Κανόνος, οὐ ἡ ἀρχὴ «Ἔσωσε λαόν...». Ὁ β' οὗτος Κανών, συγκείμενος ὅλος ἐκ δωδεκασυλλάβων ἰαμβικῶν στίχων (καθότι τὸ μέλος δὲν ἐπιτρέπει τρίβραχυν οὐδ' ἀνάπαιστον ἐν οὐδεμίᾳ τῶν διποδιῶν χώρα), ἔχει ὡς ἀκροστιχίδα τὸ ἤρωοελεγειον τοῦτο ἐπίγραμμα:
 
 
Ἐνείπης μελέεσσιν ἐφύμνια ταῦτα λιγαίνει
Υἵα Θεοῦ, μερόπων εἵνεκα τικτόμενον
Ἐν χθονί, καὶ λύοντα πολύστονα πήματα κόσμου
Ἀλλ' ἀνά, ῥητήρας ῥύεο τῶνδε πόνων.
Ἕν μόνον ᾆσμα θὰ παραθέσω ἐκ τοῦ ἰαμβικοὺ τούτου Κανόνος ὡς δεῖγμα τοῦ ὅλου:
Λύμην φυγοῦσα τοῦ θεούσθαι τῇ πλάνῃ,
Ἄλητον ὑμνεῖ τὸν κενούμενον Λόγον
Νεανικῶς ἅπασα σὺν τρόμῳ κτίσις,
Ἄδοξον εὖχος δειματουμένη φέρειν,
Ῥευστὴ γεγώσα, κἀν σοφὼς ἐκαρτὲρει.
 
            Καὶ ἐκ τοῦ πρώτου Κανόνος παραθέτω ἐπίσης τρία κατὰ σειρὰν τροπάρια της η' ᾠδῆς. Καὶ τὰ τρία ἀναφέρονται εἰς τὴν προσκύνησιν τῶν Μάγων, ἀλλ' ἐν μὲν τῷ α' καὶ γ' εὐφυῶς ἀντιπαραβάλλεται αὔτη πρὸς τὴν αἰχμαλωσίαν Βαβυλῶνος, ἐν δὲ τῷ β' γίνεται εὔγλωττος ὑπαινιγμὸς εἰς τὸν ψαλμὸν «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν...». Τὰ τρία τροπάρια ἔχουσιν ὡς ἑξῆς :
             Ἕλκει Βαβυλῶνος ἡ θυγάτηρ παῖδας δορικτήτους Δαυΐδ, ἐκ Σιὼν ἐν αὐτῇ, δωροφόρους πέμπει δὲ μάγους παῖδας, τήν του Δαυΐδ θεοδόχον θυγατέρα λιτανεύσοντας, διὸ ἀνυμνοῦντες ἀναμέλψωμεν, εὐλογεῖται ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψούτω, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Ὄργανα παρέκλινε τὸ πένθος ᾠδῆς, οὐ γὰρ ᾖδον ἐν νόθοις οἱ παῖδες Σιών. Βαβυλῶνος, λύει δὲ πλάνην πᾶσαν καὶ μουσικῶν ἁρμονίαν, Βηθλεὲμ ἐξανατείλας Χριστός, δι' ὁ ἀνυμνοῦντες, κτλ.
Σκύλα Βαβυλὼν τῆς βασιλίδος Σιὼν καὶ δορίκτητον ὄλβον ἐδέξατο, θησαυροὺς Χριστὸς ἐκ Σιὼν δὲ ταύτης καὶ βασιλεῖς, σὺν ἀστέρι ὁδηγῷ ἀστροπολούντας ἕλκει, κτλ.κτλ.
              Καὶ κατὰ τὴν ἔννοιαν καὶ κατὰ τὴν γλώσσαν τὰ ἀνωτέρω παρατεθέντα ἀποσπάσματα, ἀδιστάκτως φρονῶ, ὅτι εἶναι ἐκ τῶν ὡραιοτέρων λεκτικῶν καλλιτεχνημάτων πάσης ἐποχῆς, καὶ τὸ λέγω χάριν ἐκείνων ἐκ τῶν ἡμετέρων, ὅσοι ἐκ προκαταλήψεως νομίζουσιν ὅτι δὲν ἐγράφοντο Ἑλληνικά, κατὰ τὸν Ζ' καὶ Η' αἰώνα, ὑποθέτοντες καλοκαγάθως, ὅτι τὰ παρ' ἠμῶν τῶν σημερινῶν γραφόμενα εἶναι Ἑλληνικά, καὶ ὅτι θ' ἀναγνωσθώσι ποτὲ ὡς Ἑλληνικὰ ὑπὸ τῶν ἐπιγιγνομένων.»


(«Ἐφημερίς» [ἀρ. 359, 25 Δεκεμβρίου 1887, 2γ.)
 


Bυζαντινός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου- Καλαμπάκα

                




    O βυζαντινός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι το σπουδαιότερο και επιβλητικότερο μνημείο της Καλαμπάκας, το οποίο αποτελεί σημείο αναφοράς και λατρείας για όλους τους πιστούς.

               Ο ναός  που βρίσκεται στην παλαιά πόλη ανηγέρθη μεταξύ 10ου και 11ου αιώνα πάνω στα ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Είναι ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής μικτού τύπου, έχει υπερυψωμένο και φωτισμένο το μεσαίο κλίτος του νάρθηκα και το τρίβηλο.


 
 
 


                     Ο εξωνάρθηκας προστέθηκε τον 16ο αιώνα. Στον νότιο τοίχο είναι εντοιχισμένα εξωτερικά πολλά αρχαία τμήματα ανάγλυφων (ρόδακες, ανάγλυφες παραστάσεις, επιγραφές, ακρωτήρια κ.α.), καθώς και ένα παλαιοχριστιανικό γλυπτό με κληματίδα.
- Από τον γλυπτικό διάκοσμο της βυζαντινής βασιλικής το παλαιότερο είναι το μαρμάρινο κιβώριο της Αγίας Τράπεζας που βρίσκεται μέσα στο Ιερό Βήμα.
- Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο μοναδικός στην Ελλάδα μαρμάρινος 'Aμβωνας που επιβλητικός υψώνεται στο κέντρο του μεσαίου κλίτους, μπροστά στην Ωραία Πύλη. Έχει ανακατασκευαστεί στο μεγαλύτερο μέρος από αρχιτεκτονικά μέλη του παλαιού 'Aμβωνα.
- Οι τοιχογραφίες του ναού χρονολογούνται από τον 12ο έως τον 16ο αιώνα και παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον.
                 Αρκετές τοιχογραφίες έγιναν το 1573 από τον ιερέα Κυριαζή και τον Νεόφυτο, γιό του περίφημου ζωγράφου Θεοφάνη του Κρητός.
                   Από τις φορητές εικόνες του ναού η πιο σημαντική είναι η αμφιπρόσωπη εικόνα, η οποία στη μία πλευρά απεικονίζει την Κοίμηση της Θεοτόκου και στην 'Aλλη τη Σταύρωση του Χριστού.
Οι δύο χωριστές πλέον εικόνες μετά την κλοπή και αποκατάστασή τους φυλάσσονται στη μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων.
                  Το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού ανήκει στα αξιόλογα έργα της μεταβυζαντινής ξυλογλυπτικής και έχει κατασκευαστεί μάλλον κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα.
Σε πολύ μικρό βάθος στο εμπρός αριστερό μέρος του κυρίως Ναού έχει αποκαλυφθεί τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου.

 


                Καθώς μπαίνουμε στον ναό, στον βόρειο τοίχο του εσωνάρθηκα είναι γραμμένα με κεφαλαιογράμματη γραφή το χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Γ΄ Παλαιολόγου 1336, με το οποίο καθορίζονται τα όρια της Επισκοπής Σταγών και παραχωρούνται προνόμια, καθώς και το σιγίλιο του οικουμενικού πατριάρχη Αντωνίου Δ΄ 1393, με το οποίο ανανεώνονται τα προνόμια της επισκοπής Σταγών που είχαν παραχωρήσει κατά καιρούς διάφοροι αυτοκράτορες του Βυζαντίου.
                  Εντυπωσιακό και αξιόλογο είναι και το κωδωνοστάσιο του ναού που βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της εισόδου του περιβόλου του ναού.





Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Νέα Μονή Χίου








Πόπη Χαλκιά-Στεφάνου, συγγραφέας
              Ακολουθώντας τον ανηφορικό δρόμο, που οδηγεί προς το κέντρο του νησιού, προς τα δυτικά της πρωτεύουσας ανάμεσα σε δάση και πηγαία τρεχούμενα νερά, φθάνουμε στο μοναστηριακό συγκρότημα της Ιεράς Νέας Μονής. Βρίσκεται σε σημείο με εξαιρετική θέα μεταξύ της δυτικής και ανατολικής ακτής προς τα Μικρασιατικά παράλια και σε απόσταση 15 χλμ από τη Χώρα.
          Είναι το πιο σπουδαίο από τα μοναστήρια του νησιού και μνημείο διεθνούς σημασίας. Θεωρείται μεγαλούργημα της καλλιτεχνίας και έχει αποτιμηθεί «ως ίσον ταίς πρωτίσταις οικοδομαίς των επτά θαυμάτων». Κτίσθηκε επάνω στο Προβάτειο Ορος στη μέση του σχηματισμού της νήσου σε σχήμα Χ από τον Κωνσταντίνο το Μονομάχο. 
          Κατά την Παράδοση ανηγέρθηκε στο σημείο, όπου η ιερή Εικόνα της Θεοτόκου ευρέθη από τους τρεις ασκητές Νικήτα, Ιωάννη και Ιωσήφ άκαυστη μέσα στη καιόμενη μυρσίνη. 
Το γεγονός συνέπεσε με την εξορία του Κωνσταντίνου του Μονομάχου στη Λέσβο. Θέλημα της Παναγίας όμως ήταν ο Μονομάχος να επανέλθει ως αυτοκράτορας στη Βασιλεύουσα΄ αυτό το αποκάλυψε με όραμα στους μοναχούς, τους οποίους προέτρεψε να μεταβούν στη Μυτιλήνη και να το γνωστοποιήσουν στον Κωνσταντίνο. Ο εξόριστος αυτοκράτορας χάρηκε με την πρoφητεία των μοναχών και τους υποσχέθηκε σε ένδειξη ευγνωμοσύνης να κτίσει στο σημείο της ευρέσεως της Εικόνας μεγαλοπρεπή ναό για τη Βασίλισσα των Oυρανών, όπως είναι η επιθυμία τους. Για να είναι όμως σίγουροι οι μοναχοί και να έχουν τη δυνατότητα να υπενθυμίσουν στον Μονομάχο την υπόσχεσή του, ζήτησαν και πήραν μαζί τους το αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο δαχτυλίδι του. 
         Η προφητεία των τριων μοναχών εκπληρώθηκε, όταν μετά το θάνατο του Μιχαήλ του Παφλαγόνα και του Μιχαήλ του Καλαφάτη στο θρόνο του Βυζαντίου ανήλθε το 1042 η Ζωή, η οποία ανεκάλεσε από την εξορία τον Μονομάχο και με νόμιμο γάμο τους τον ανεκήρυξε επίσημα αυτοκράτορα. 
           Όταν οι μοναχοί πληροφορήθηκαν το γεγονός ταξίδεψαν στη Κωνσταντινούπολη κι εζήτησαν από τον αυτοκράτορα, δείχνοντάς του το δακτυλίδι σημαντήρα, την τήρηση της υπόσχεσής του. 
Ο Κωνσταντίνος ετήρησε με γενναιοδωρία τις υποσχέσεις του. Πρότεινε μάλιστα στους μοναχούς να περιηγηθούν τη Βασιλεύουσα  και να διαλέξουν όποιο σχέδιο ναού επιθυμούν, εκτός από εκείνο της Αγίας του Θεού Σοφίας. Κατά μία εκδοχή οι ασκητές διάλεξαν το σχέδιο του Ναού των Αγίων Αποστόλων, αριστούργημα τέχνης, κτισμένο την εποχή του Ιουστινιανού τον 6ον μ.Χ.αιώνα. Σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά δεδομένα το Καθολικό της Νέας Μονής κτίσθηκε με πρότυπο το Ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου της Κωνσταντινούπολης, χωρίς να είναι γνωστοί οι λόγοι, που δεν εκπληρώθηκε η αρχική επιθυμία τους. 
         Η οικοδόμηση του Καθολικού άρχισε στο τέλος του 1042 ή αρχές του 1043 και κράτησε δώδεκα χρόνια με βασιλικές μισθοφορίες και δαπάνες «του βασιλέως έτι ζώντος». Ο Μονομάχος όχι μόνον εκάλυπτε όλες τις δαπάνες για την κατασκευή της Μονής, αλλά έστειλε από τη Βασιλεύουσα στη Χίο, κορυφαίο αρχιτέκτονα, του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται πουθενά και πολύτιμο υλικό,  ό,τι πιο εκλεκτό διέθετε η αυτοκρατορία.




           Ολόκληρο το μοναστηριακό συγκρότημα της Νέας Μονής, κείται μέσα σε πευκόφυτη χαράδρα του Προβατείου Ορους σε ανώμαλο τραπεζοειδές σχήμα με θέα προς τη θάλασσα. Αποτελείται από πολύάριθμα κτίσματα το Καθολικό, την Τράπεζα, την Κινστέρνα, τον Πύργο, το Καμπαναρείο, τη Βιβλιοθήκη, τα Κελλιά, το Τρίκλινο και τα δύο παρεκκλήσια, του Αγίου Παντελεήμονος και του Τιμίου Σταυρού. 
        Σαφή εικόνα για ολόκληρο το μοναστηριακό συγκρότημα έχουμε από τη περιγραφή και τα σχεδιάσμα του Ρώσου μοναχού και αγιογράφου Βασίλη Μπάρσκυ, ο οποίος αφού επισκέφθηκε πέντε φορές τη Χίο, περιέγραψε και σχεδίασε τη Μονή κατά την εξάμηνη παραμονή του σε αυτή το 1705. 
Στο κέντρο των κτισμάτων βρίσκεται το Καθολικό, πoυ είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Ο αρχιτεκτονικός του τύπος είναι ελλαδικός, οκταγωνικός, και αποτελεί το σπουδαιότερο υπόδειγμα του λεγόμενου νησιώτικου οκταγωνικού τύπου ναού, γνωστού μόνο στη Χίο και την Κύπρο. Η στήριξη του τρούλλου είναι οκταγωνική, ενώ ο κυρίως Ναός παραμένει τετράγωνος, απλός χωρίς εξωτερικά στηρίγματα. Στο τετράγωνο της κάτοψης έρχονται να προστεθούν το τριμερές και καμαροσκέπαστο ιερό και οι δυο νάρθηκες. 
          Η προσπέλαση προς το Καθολικό γινόταν από την κεντρική είσοδο, που βρισκόταν στη βορεινή πλευρά, δια μέσου λιθόστρωτης αυλής με κελιά ολόγυρα και ανάμεσα σε δύο σειρές κυπαρισσιών σε μορφή πομπής. Σήμερα, η αρχική είσοδος του Καθολικού δεν υπάρχει. Καταστράφηκε στις αρχές του 18ου αιώνα, οπότε διαμορφώθηκε η σημερινή νέα είσοδος, που είναι μικρή κι άσημη και δίνει την εντύπωση ότι οδηγεί σε βοηθητικό χώρο.
          Ακολουθεί ένας στενόμακρος διάδρομος το Στενωπό, το οποίο έχει τρεις πύλες και κτίσθηκε μετά την όλη οικοδομή, για να καλύψει το χώρο μεταξύ Κωδωνοστασίου και Ναού. Στο χώρο αυτό φυλάσσονται σήμερα μέσα σε προθήκες Ιερά Σκεύη και αντικείμενα, κυρίως του 11ου αιώνα.
          Στο τέλος του Στενωπού προβάλλει το αψιδωτό πλαίσιο της Βασιλικής Πύλης, η οποία άλλοτε εθεωρείτο εξωτερική είσοδος, και στηρίζεται σε δύο μονολιθικές παραστάδες, ιδιαίτερα τονισμένες από τη μαρμαρυγή του πορφυρίτη. Η Πύλη έχει σοβαρή αποστολή. Προοπτική του αρχιτέκτονα ήταν να παρακολουθήσει τον δια της Πύλης διερχόμενον κεντρικό άξονα του μνημείου προς τις τετράπλευρες  μαρμάρινες πύλες του Νάρθηκα μέχρι το κέντρο της μεσαίας αψίδας του Ιερού, όπου δια μέσου του τρίλοβου παράθυρου του Αγίου Βήματος το χριστιανικό αυτό κτίσμα αντικρύζει το "εξ Ανατολών ερχόμενο Θείο Φως".
          Ο Εξωνάρθηκας στηρίζεται επάνω σε τρεις θόλους, οι οποίοι στολίζουν σα βασιλικά στέμματα την οροφή. Οι πλάγιες πτέρυγες του Εξωνάρθηκα σχηματίζουν κόγχες και δίνουν στην οικοδομή σχήμα σταυρού. Πριν από την καταστροφή του 1822 οι εσωτερικοί τοίχοι σκεπάζονταν μέχρι τη μέση από πορφυρές πλάκες, ενώ από τη μέση και πάνω υπήρχαν θαυμαστής τέχνης βυζαντινές τοιχογραφίες. Αμυδρό δείγμα των εικονογραφιών υπάρχει σήμερα στη βορεινή κόγχη με τη σκηνή της Δευτέρας Παρουσίας.
          Το δάπεδο του Εξωνάρθηκα είναι στρωμένο από μάρμαρο, το οποίο διατηρείται σε καλή κατάσταση. Ενα σύμπλεγμα από χρωματιστό μάρμαρο με πέντε ωραιότατους μονόλιθους, από τους οποίους οι τέσσερις είναι πολύχρωμοι και ο ένας ο μελανόμορφος, δεσπόζει στο δάπεδο, κάτω ακριβώς από τον κεντρικό θόλο. Το σύμπλεγμα συμβολίζει προφανώς το θαύμα των Πέντε Αρτων και ονομάζεται Ομφιάλιον ή Πενταόμφαλον. Δυστυχώς, μόνο ο ένας από τους πέντε μονόλιθους σώζεται ακέραιος.
          Στον Εξωνάρθηκα υπήρχε ακόμη μια μικρή λάρνακα, η Φιάλη, όπου φυλάσσονταν τα Λείψανα των Θεοφόρων Πατέρων Νικήτα, Ιωάννη και Ιωσήφ. Με τη σφαγή του 1822 η Ιερή Λάρνακα κατάστράφηκε. Διασώθηκε μόνο μία Κάρα, η οποία φυλάσσεται μέσα σε ειδική θήκη στον κυρίως Ναό κι είναι άγνωστο σε ποιoν από τους Οσίους Πατέρες ανήκει.
             Κατά τον Μπάρσκυ ο Εξωνάρθηκας ήταν πολυτελέστερος και αυτού ακόμη του κυρίως Ναού.
          Στον ορθογώνιο Εσωνάρθηκα ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει η εσωτερική του ορθομαρμάρωση και η ψηφιδογραφία. Η κυρία είσοδος κοσμείται από άσπρο μάρμαρο. Από πορφυρόχρωμα μάρμαρα, από τα οποία ελάχιστα σώζονται σήμερα, ήταν στρωμένο και το δάπεδο. Οι τοίχοι στολίζονται με περίφημες συνθέσεις μωσαικής τέχνης με σπουδαιότερη την εικόνα του Δεσπότη Χριστού, ιστορημενη επάνω από την μεγαλοπρεπή Πύλη του Καθολικού.
          Η στέγη του Εσωνάρθηκα αποτελείται από αβαθή τρούλλο, ο οποίος έχει σχήμα ανάγλυφου τροχού κι από άλλα δύο κυλινδρικά τμήματα που εκτείνονται αριστερά και δεξιά του τροχού. Ο σημερινός Παντοκράτορας του Εσωνάρθηκα αντικαθιστά τον Παντοκράτορα που χάθηκε μαζί με τον τρούλλο κι εδορυφορείτο από δώδεκα ολόσωμους αγγέλους και δώδεκα προσωπογραφίες των Αποστόλων. Στις οκτώ αψίδες που διαγράφονται γύρω από το θόλο, στο κέντρο του οποίου δέσποζε άλλοτε η Θεοτόκος, είναι ιστορημένοι οι Στρατιωτικοί Αγιοι: Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, Σέργιος, Βάκχος, Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης. Στις πλάγιες αψίδες εικονίζονται συνθέσεις από το Δωδεκάορτο, όπως η Ανάσταση του Λαζάρου, ο Νιπτήρας με δύο σκηνές, την Προετοιμασία και τον Νιπτήρα, η Προδοσία, ψηφιδωτό απαράμιλλης τέχνης, η Ανάληψη, όπου μόνο ο χορός των Αποστόλων σώζεται και η Πεντηκοστή με τους Αποστόλους. Εικονίζονται επίσης ιερές μορφές αγίων προσώπων, προφητών και ασκητών.
          Ο κυρίως Ναός έχει σχήμα τετράγωνο. Την προσοχή ελκύει αμέσως ο τρούλλος, ο οποίος αν και μεταγενέστερος (1900), δεν υστερεί σε τέχνη από τον αρχικό, που καταστράφηκε με το σεισμό του 1881. Λίγο πιο πάνω από τη βάση του τρούλλου ξεκινούσαν κι έφταναν σχεδόν μέχρι το έδαφος τριάντα δύο συνολικά λεπτές μαρμάρινες κολώνες, χωρισμένες σε δύο συζυγίες. Το εσωτερικό του Ναού χωριζόταν σε τρεις ζώνες, τη ζώνη του θόλου, η οποία ήταν στολισμένη, καθώς και το δάπεδο, με πολύχρωμα μάρμαρα, τη ζώνη των κογχών, που κατέληγαν σε οκτώ κόγχες και τη ζώνη των τοίχων. Στις πλάγιες κόγχες των αψιδωτών τριγώνων, που κρατούν τον τρούλλο, ιστορούνται ψηφιδωτές συνθέσεις, οι οποίες ξεκινούν από ανατολικά με τον Ευαγγελισμό, τη Γέννηση, την Υπαπαντή, τη Βάπτιση, τη Μεταμόρφωση, τη Σταύρωση και την εις Αδου Κάθοδον.
          Η προβολή των παραστάσεων είναι κυκλική και το μάτι του θεατή προχωρεί από το ηλιακό φως, στο ημίφως της Δύσης και στα αντιφεγγίσματα των κεριών και των πολυελαίων, για να φτάσει στο μοναστηριακό βάθος, όπως μέσα από την τέχνη παρίσταται το Θείο Δράμα.
          Στις συνθέσεις των στιγμών του Πάθους, όπως στις Μυροφόρες και τη Σταύρωση, η μαύρη ψηφίδα που κυριαρχεί, ντύνει τις παραστάσεις με πένθος, εκφράζοντας τη θλίψη ολόκληρου του Σύμπαντος, ενώ στις χαρμόσυνες το χρυσό γίνεται το μέσο, για να δοθεί η αστραφτερή αγαλλίαση η "εν τώ Ουρανώ και επί της Γης".



          Ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτη είναι η παράσταση της Βάπτισης, όπου ο Ιορδάνης πηγάζει από το κεφάλι του Ιησού. Στη σύνθεση της εις Αδου Καθόδου ο Χριστός στέκεται με εξαιρετική χάρη επάνω από τις πύλες του Αδη και ανασύρει το γερο  Αδάμ. Το συγκλονιστικό γεγονός απαιτεί άγρια χαρακτηριστικά προσώπου, που αποδίδονται θαυμάσια με σκοτεινά χρώματα, και βιαιότητα πάθους, στοιχεία απαραίτητα για τη μεταξύ Θανάτου και Ζωής πάλη. Στην παράσταση εξαίρεται ιδιαίτερα ο Τροπαιούχος της Ζωής Ιησούς με την ελευθερία στις κινήσεις, με το φυσικό ανέμισμα του ιματίου Του και το χρωματισμό της Νίκης στη Θεία Μορφή Του.





          Το Τέμπλο που χώριζε το Αγιο Βήμα από τον κυρίως Ναό στη βυζαντινή αρχιτεκτονική ήταν μαρμάρινη κατασκευή αρκετά εύθραυστη. Το σημερινό Τέμπλο είναι όψιμο κλασσικιστικό έργο. Η σύνθεσή του είναι αρκετά πολύπλοκη με κορινθιακούς κιονίσκους, που πατούν γερά πάνω σε ψηλά μαρμάρινα βάθρα και διακοσμημένο με μάρμαρο και χρυσωμένα επιχρίσματα.
          Το Αγιο Βήμα έχει τρεις κόγχες. Η κεντρική καταλήγει σε τρία ημικύκλια, που φωτίζονται από ένα τρίλοβο παράθυρο. Στη κεντρική κόγχη και στο τόπο της άφλεκτης μυρσίνης βρίσκεται η Αγία Τράπεζα, όπου άλλοτε ήταν τοποθετημένο το θαυμαστό για τη τέχνη του Αγιο Αρτοφόριο. Το Αγιο Βήμα ήταν στολισμένο με θαυμαστή ορθομαρμάρωση και κομψές μωσαικές εικόνες. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτα είναι τα ψηφιδωτά που παριστάνουν τους Αρχαγγέλους Γαβριήλ και Μιχαήλ στις δύο πλαινές κόγχες. Συγκλονιστική εντύπωση προξενεί η ευρισκόμενη στην κεντρική κόγχη του Ιερού Πλατυτέρα, ολόσωμη σε δεητική στάση, χωρίς το Βρέφος Της. Δυστυχώς το πρόσωπό Της δε σώζεται. Η μώβ ενδυμασία Της με την ωραία χρυσοκονδυλιά και τις θαυμάσιες πτυχές του Μαφορίου Της είναι αριστούργημα τέχνης.
          Τα ψηφιδωτά του Καθολικού της Νέας Μονής αντιπροσωπεύουν τον τύπο της αυστηρής βυζαντινής τέχνης, και είναι απαράμιλλης αξίας. Εδώ ο τεχνίτης έσμιξε την πρώιμη αναγεννησιακή τέχνη, που προερχόταν από τις εξελληνισμένες περιοχές της Ασίας με την ιερατική βυζαντινή τέχνη και δημιούργησε τη μνημειακή βυζαντινή ζωγραφική και ψηφιδογραφία της μακεδονικής δυναστείας. Οι ψηφίδες που χρησιμοποιούνται είναι μικρές και πολυεδρικές, για να αντανακλούν το φως, φτιαγμένες από φυσικό λίθο ή τζάμι. Ο τρόπος εργασίας είναι περισσότερο προσωπικός, προδίδει τον εσωτερικό χαρακτήρα του τεχνίτη  που συνήθως είναι ανώνυμος  και προσπαθεί γλαφυρά και με αυστηρότητα να εκφράσει το πνευματικό ύφος των εικονιζομένων προσώπων. Ετσι, τα πολύχρωμα ψηφιδωτά με την ανώμαλη επιφάνειά τους συντελούν, ώστε καθώς δέχονται το φως του ήλιου ή το φως των κεριών, ο θεατής να συμμετέχει στο θρησκευτικό δράμα που απεικονίζουν οι παραστάσεις. 
          Γύρω από το Καθολικό τα Κελλιά των μοναχών σχημάτιζαν ένα εσωτερικό τείχος. Είχαν ορθογώνιο παρελληλεπίπεδο σχήμα, ήταν μεταξύ τους ενωμένα και διέθεταν υπόγειο, ισόγειο κι έναν όροφο. Τα υπόγεια ήταν κυρίως βοηθητικοί χώροι των μοναχών. Οι ισόγειοι χώροι καλύπτονταν μπροστά με θόλους και οι όροφοι με ξύλινες στέγες και κεραμίδια΄ κτιστή σκάλα οδηγούσε κατά κανόνα στον άνω όροφο και λαβυρινθοειδείς υπόθολοι χρησίμευαν ως διαβάσεις για την μεταξύ των κελλιών επικοινωνία. Το σύμπλεγμα των κελλιών είχε τη δυνατότητα να στεγάσει ως οκτακόσιους μοναχούς.
          Στο δυτικό άκρο της Μονής και σε απόσταση ενεννήντα μετρων από το Καθολικό ήταν τοποθετημένος ο Πύργος, που χρησίμευε ως το τελευταίο αμυντήριο των μοναχών σε περίπτωση κατάληψης της Μονής. Πρόκειται για ένα πανύψηλο, διόροφο ορθογωνίου σχήματος κτίριο, κτισμένο στο πιο ψηλό σημείο της περιοχής. Οταν υπήρχε ασφάλεια στο νησί στεγάζονταν εκεί το Θησαυροφυλάκιο της Μονής και η Βιβλιοθήκη. Τα σημερινά κατάλοιπα του Πύργου είναι των γενουατικών χρόνων.
          Η Τράπεζα εστιάσεως των μοναχών έχει σχήμα ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου κι είναι ισόγειο κτίσμα, στεγαζόμενο με κυλινδρική αψίδα. Μέσα βρίσκεται κτιστή τράπεζα μήκους δεκαπέντε μέτρων, στολισμένη με πολύχρωμα μαρμαροθετήματα. Στις μακριές πλευρές της τράπεζας υπάρχουν συνεχή καθίσματα, ενώ οι στενές καταλήγουν σε δύο ημικύκλια. Κοντά στην αψίδα ήταν κτισμένη χωριστά η Τράπεζα του Ηγουμένου. Αξιοπρόσεχτο είναι ότι στο πάχος του κτιστού βάθρου της τράπεζας υπάρχουν κογχοειδή ανοίγματα που προορίζονταν για την τοποθέτηση των ατομικών σκευών των μοναχών (πηρουνιών, μαχαιριών, κουταλιών).
          Η κομψή Κινστέρνα βρίσκεται βορειοδυτικά του Καθολικού. Είναι υπόγεια δεξαμενή, κατασκευασμένη από άσπρο μάρμαρο και χρησίμευε για τη συγκέντρωση των νερών της βροχής. Ηταν η απόθήκη του νερού για τους μοναχούς σε καιρό πολέμου. Το μήκος της είναι δεκαοχτώ μέτρα και το πλάτος δώδεκα. Καλύπτεται με θολωτή στέγη, η οποία στηρίζεται σε μικρούς θόλους και κάθε θόλος σε δύο σειρές κιόνων. Η πρόσοψη είναι στολισμένη με κεραμοπλαστικό διάκοσμο και μοιάζει με την Κινστέρνα της Αγίας του Θεού Σοφίας στη Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι την εποχή της σκλαβιάς την ονόμαζαν υπόγειο ανάκτορο κι αποτελεί ένα μοναδικό στο είδος του μνημείο. Θεωρείται  το πιο παλιό από τα νεαμονήτικα κτίσματα.
          Κοντά στο Καθολικό βρίσκεται η μικρή θύρα του Καμπαναρείου ή Κωδωνοστασίου, το οποίο είναι τετραγωνικού σχήματος κτίσμα με τρεις ορόφους. Στον τελευταίο όροφο έφερε τοξωτά ανοίγματα, ένα για κάθε πλευρά του, όπου κρέμονταν τέσσερις καμπάνες με κατεύθυνση προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Στο Καμπαναρείο υπήρχαν δύο μεγάλα ρολόγια, το ένα για να μετρά τις εικοσιτέσσερις ώρες του ημερονυκτίου και το άλλο δώδεκα και δώδεκα. Ο ήχος τους, που ακουγόταν πολύ μακριά, κτυπούσε επάνω στη μεγαλύτερη καμπάνα. Το ύψος του Καμπαναρείου έφτανε το ύψος του Καθολικού και είχε μολυβοσκέπαστο τρούλλο με σιδερένιο Σταυρό.
          Ο Σημαντήρας της Μονής, που σήμερα μόνο ένα μικρό τμήμα από το θολοσκέπαστο προστώο, σώζεται, βρίσκεται στη βόρεια είσοδο του Εσωνάρθηκα. Τα κτιστά του θρανία δείχνουν ότι το κτίσμα χρησίμευε και για την προστασία της Εισόδου του Καθολικού από τις καιρικές συνθήκες, αλλά και για αναπαυτήριο και ημιυπαίθριος χώρος συγκεντρώσεων για αρκετά άτομα. Η προφορική Παράδοση διασώζει ότι εδώ γίνονταν άλλοτε οι οικονομικές συναλλαγές της Μονής. Η ονομασία Σημαντήρ ή Σημανταράς δείχνει ακόμη μια χρήση του΄ ότι από τα τόξα του κρέμονταν ξύλινα ή μεταλλικά σήμαντρα, με τα οποία ρυθμιζόταν η μοναχική ζωή στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
          Το Τρίκλινο βρισκόταν στη θέση του σημερινού ξενώνα στο βόρειο ανατολικό σημείο του Καθολικού και χρησίμευε ως αίθουσα υποδοχών.
          Πλάι στη σημερινή είσοδο της Μονής υψώνεται το παρεκκλήσιο του Τιμίου Σταυρού. Βρίσκεται στο σημείο, όπου παλαιότερα υπήρχε ο Πυλώνας, το σιδηρόφρακτο κελλί με τον πυλωρό (φρουρό). Η τρίτη Εκκλησία της Νέας Μονής είναι το παρεκκλήσιο του Αγίου Παντελεήμονος. Ηταν αυτοκρατορικό κτίσμα με ωραιότατες βυζαντινές τοιχογραφίες. 
Ολόκληρο το μοναστηριακό συγκρότημα, που κείται σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα σε δεκατρία στρέμματα, περιέκλειε ισχυρός περίβολος σε τρόπο, ώστε να θυμίζει φρουριακό Τείχος. Για τη μορφή του αρχικού βυζαντινού Τείχους τίποτε δεν είναι γνωστό, ούτε μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ούτε ένα τμήμα του βυζαντινό. Παντού ο τοίχος έχει δομηθεί από γκρίζους ασβεστόλιθους, χωρίς τούβλα με ισχνό ασβεστοκονίαμα. 
        Κατά τον Μπάρσκυ μέσα στο μοναστηριακό συγκρότημα ήταν διαμορφωμένοι δρόμοι για την καλή επικοινωνία των μοναχών. Αλλά και οι περιηγητές του 18ου αιώνα γράφουν ότι η Νέα Μονή έμοιαζε περισσότερο με μεγάλο χωριό παρά με μοναστήρι. 
          Το Κοιμητήριο της Μονής με τον ναίσκο του Αγίου Λουκά βρίσκεται έξω από το τείχος. Ο ναός είναι ένα μονόχωρο κτίσμα με ημικυλινδρική αψίδα στο Ιερό και υπόγεια κρύπτη, όπου φυλάσσονται τα οστά των θυμάτων της  σφαγής του 1822. 
Στη βόρεια πλευρά της Μονής και έξω από το τείχος σώζεται σε κακή κατάσταση ικανός αριθμός κτισμάτων και κελλιών ακόμη. Χρησίμευαν ως αποθήκες ή κατοικίες προσωπικού ή τεχνιτών, που εξυπηρετούσαν τους μοναχούς, όπως ράφτες, υποδηματοποιοί και άλλοι Υπήρχαν ακόμη εργαστήρια για την επεξεργασία αγροτικών προιόντων, καθώς και μια μεγάλη πέτρα ελαιοτριβείου. Στο σκαρίφημα του Μπάρσκυ φαίνεται ότι υπήρχε ακόμη και Ανεμόμυλος. 
          Απέναντι από την είσοδο της Μονής υπήρχε το Υδραγωγείο. Ενας υδραγωγός κατέληγε στην Κρήνη, που κτίσθηκε πολύ κοντά στην είσοδο του Μοναστηριού σε κυβικό σχήμα και ήταν στολισμένη από χιώτικη πέτρα. 
         Το Τυπικό της Νέας Μονής, ως βασιλικού κτίσματος, συνέταξε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μονομάχος και το συνόδευσε με μια σειρά προνομίων, δωρεών, Ιερών Σκευών, Αμφίων και κτισμάτων σε ένδειξη Ευγνωμοσύνης κι Ευχαριστίας προς την Κυρία Θεοτόκο, στον Οίκο της Οποίας αποθησαύρισε την Ιερή Της Εικόνα. 
         Αλλά, η Νέα Μονή απέσπασε την εύνοια και των διαδόχων αυτοκρατόρων του Μονομάχου, αφού σύμφωνα με το Τυπικό, η Μονή είχε άμεση εξάρτηση από τους ίδιους τους αυτοκράτορες, οι οποίοι με πρόσθετα προνόμια κι αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα την ύψωσαν ως το πιο ξακουστό και πλούσιο Μοναστήρι της βυζαντινής εποχής. Την εποχή της ακμής του το Μοναστήρι κατείχε  το ένα τρίτο του νησιού. Είναι γεγονός, ότι σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας απολάμβανε ιδιαίτερου σεβασμού, τιμής και αίγλης από τον εκάστοτε αυτοκράτορα.
Τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που βρέθηκε άφλεκτη μεσα στη φλεγομένη μυρσίνη αποθαυρίσθηκε με το ευλαβικό ανάθημα του Κωνσταντίνου του Μοναμάχου επάνω, το χρυσόβουλλο δακτυλίδι του, στο Τέμπλο δεξιά από την Ωραία Πύλη. Εχει μικρές διαστασεις και παριστάνει τη Θεοτόκο Μόνη χωρίς το Μονογενές Της τέκνο με μια κίνηση στραμμένη προς τα αριστερά. Νεώτερο χρυσό κάλυμμα και πολλά αφιερώματα σκεπάζουν τη Θεία Μορφή Της. Κατά τους ειδικούς επιζωγραφήθηκε τον 19ον αιώνα. 
              Στη Ιερά Νέα Μονή τελούνται με μεγαλοπρέπεια: 
          Στις 23 Αυγούστου, στα Επταήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αρχιερατική Θεία Λειτουργία με προσέλευση πλήθους ευσεβών χριστιανών από ολόκληρο το νησί και γεύμα για όλους τους προσκυνητές. 
         Στις 20 Μαίου πανηγυρική Θεία Λειτουργία στην ιερή μνήμη των κτητόρων, των Οσίων
Νικήτα, Ιωάννη και Ιωσήφ. 
         Την Παρασκευή της πέμπτης εβδομάδος της Μ.Τεσσαρακοστής με την Ακολουθία των 24 Οίκων των Χαιρετισμών με Αρχιερατική Παρουσία. 
          Στο παρεκκλήσιο, που βρίσκεται έξω από τον περίβολο, του Αγίου Παντελεήμονος στις
27 Ιουλίου με Θεία Λειτουργία. 
          Στη Λειψανοθήκη στην αριστερή πλευρά του κυρίως Ναού φυλάσσονται τεμάχια Ιερών Λειψάνων, της Αγίας Ματρώνας, του Αγίου Παντελεήμονος, του Αγίου Νεκταρίου. Στη Μονή φυλάσσεται ακόμη και η Αγία Κάρα ενός από τους τρεις κτίτορες. 
       Στο Μουσείο της Μονής φυλάσσονται κειμήλια και πολύτιμα αντικείμενα, καθώς και ο πολύτιμος χρυσοκέντητος τάπητας που φέρει σφραγίδα με παραστάσεις των βασιλέων κτητόρων ευλαβικό ανάθημα κατά μία Παράδοση από Τουρκάλα, της οποίας η Παναγία έσωσε το παιδί.
 
   
BIBΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
  Αξιωτάκη Ανδρέα, Η Νέα Μονή της Χίου, Χίος 1989. Αμάντου Κωνσταντίνου, Χιακά Χρονικά, σελ.6972. Ανδρεάδου Ιωάννου, Αρχιμανδρίτου, Ιστορία της εν Χίω Ορθοδόξου Εκκλησίας, σελ. 233274 Ζολώτα Γεωργίου, Ιστορία της Χίου τόμ.Β', σελ. 256, 258, 265. Ημερολόγιον Ι.Μητροπόλεως Χίου 1991. Θρησκευτική & Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τόμ.7, σελ.135148. Λέκκου Ευαγγέλου, Τα Μοναστήρια του Ελληνισμού, Ιστορία – Παράδοση – Τέχνη, τόμ.Β΄Πελοπόννησος – Νησιώτικη Ελλάδα, εκδ.Ιχνηλάτης 1998, σελ.442449. Μπούρα Χαραλάμπους, Νέα Μονή της Χίου. Μπούρα Χαραλάμπους, ΧΙΟΣ, Οδηγός της Ελλάδος, Αθήναι 1974, σελ.5463. Σάθα Κ. Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ.Γ', σελ. 126145. Σάρρου Αιμιλία, Μοναί της Χίου και Μοναχοί εις Η Φωνή της Χίου, περιοδ.,Αθήναι Δεκέμβριος 1930, σελ.57. Σγουρού Κωνσταντίνου, Τα Χρυσόβουλλα της Νέας Μονής. Σωτηρίου Γεωργίου, Χριστιανικά μνημεία εν Χίω. Φωτεινού Γρηγορίου. Νεαμονήσια. Χαλκιά  Στεφάνου Πόπης, Οι Αγιοι της Χίου, Αθήνα 1994, σελ.6582. ΧΙΟΣ  Τουριστικός Οδηγός, σελ.3843. Χωρεάνθη Κωνσταντίνου, ΧΙΟΣ – Ημερολόγιο 1972.


Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Μαυρόπους, Ιωάννης: Ένα επίγραμμα για τον Πλάτωνα

Μαυρόπους, Ιωάννης (11ος αι.)
Βυζαντινός λόγιος και ποιητής. Σπούδασε ρητορική, λογική, μεταφυσική, ηθική, μαθηματικά, φυσικά, νομικά και λατινικά. Διακρίθηκε για την ευρυμάθεια και την ευφυΐα του, καθώς επίσης για την πολύπλευρη δράση του. Συνέταξε τη Νεαρά, τη σχετική με τη λειτουργία της νομικής σχολής, επί Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου (1042-55) και, για σύντομο χρονικό διάστημα, δίδαξε φιλοσοφία στην Ανώτερη Σχολή της Κωνσταντινούπολης, προτού διοριστεί μητροπολίτης Ευχαΐτων της Μικράς Ασίας. Μερίμνησε για τη βελτίωση της εκκλησιαστικής μουσικής και θεωρείται πως ο ίδιος θέσπισε τη γιορτή των Τριών Ιεραρχών. Έγραψε μεγάλο αριθμό ιαμβικών ποιημάτων, εκκλησιαστικούς ύμνους καθώς και επιγράμματα (ποιητικό είδος, το οποίο είχε ανθήσει ιδιαίτερα την εποχή εκείνη). Άφησε επίσης επιστολές και πολλούς εκκλησιαστικούς λόγους. Ήταν δάσκαλος του Μιχαήλ Ψελλού, ο οποίος του αφιέρωσε και εγκώμιο.
 
 
Ἐκκλησία καί οἱ Ἀρχαῖοι. Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου
Ἕνα Ἐπίγραμμα τοῦ Ἰωάννη Μαυρόποδα:
«εἴπερ τινός βούλοιο τῶν ἀλλοτρίων
τῆς σῆς ἀπειλῆς ἐξελέσθαι, Χριστέ μου,
Πλάτωνα καί Πλούταρχον ἐξέλοιό μοι,
ἄμφω γάρ εἰσι καί λόγον καί τόν τρόπον
τοῖς σοῖς νόμοις ἔγγιστα προσπεφυκότες,
εἰ δ’ ἠγνόησαν ὡς Θεός εἶ τῶν ὅλων,
ἐνταῦθα τῆς σῆς χρηστότητος δεῖ μόνον
δι’ ἥν ἅπαντας δωρεάν σῲζειν θέλεις».
Μετάφραση: «Ἄν θέλεις γιά κάποιους ἀπό τούς ἀλλοθρήσκους νά κάνεις μιά ἐξαίρεση ἀπό τήν ἀπειλή σου, Χριστέ μου, νά μοῦ ἐξαιρέσεις τόν Πλάτωνα καί τόν Πλούταρχο, γιατί καί οἱ δύο ἦταν καί στήν θεωρία καί στόν τρόπο ζωῆς στούς νόμους σου ἀπ’ ὅλους πιό πιστοί καί ἄν ἀγνοοῦσαν ὅτι Ἐσύ εἶσαι ὁ Θεός τῶν πάντων, τότε χρειάζονται μόνο τήν καλωσύνη σου πού σέ κάνει νά χαρίζεις σέ ὅλους τή σωτηρία».
                 Ὁ Ἰωάννης Μαυρόπους (11ος αἰ.) Μητροπολίτης Εὐχαΐτων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας κοντά στόν Ἄλυ ποταμό, εἶναι ἀπό τούς διαπρεπεστέρους ποιητές τοῦ Βυζαντίου καί ἀπό τούς κυριωτέρους ἐκπροσώπους τοῦ ἱεροῦ ἐπιγράμματος. Ἄριστος ἐκκλησιαστικός ρήτορας καί λαογράφος. Ἀνθρωπιστής πού συνέβαλε στήν ἀναδιοργάνωση τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου ὑπηρέτησε καί ὁ ἴδιος ὡς Καθηγητής τῆς Φιλοσοφίας. Ὑπῆρξε δάσκαλος σπουδαίων ἀνδρῶν τοῦ αἰῶνά του, ὅπως ὁ Ξιφιλίνος καί ὁ Μιχαήλ Ψελλός, ὁ ὁποῖος τόν ἐπαινεῖ ὡς «λογιώτατον πάντων ἀνδρῶν, ἄριστον τῶν φιλοσοφεῖν ἐσπουδακότων... τό ἦθος σεμνόν ὁμοῦ καί Σωκρατικόν καί οὔτε κοινόν ἄγαν οὔτε μόνως εἰρωνικόν, ἀλλ’ ἀμφοτέρωθεν κεκραμένον καί τήν ἁρμονίαν τῆς ψυχῆς δικαιώτατον». Συνετέλεσε στήν κωδικοποίηση τῶν λειτουργικῶν Βιβλίων, διορθώνοντας τά Μηναῖα. Συνέθεσε πολυάριθμους Κανόνες, 70 στήν Θεοτόκο, 25 στόν Χριστό, 11 στόν Πρόδρομο, 8 στόν Ἰωσήφ τόν ὑμνογράφο, ἀκολουθία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καί στιχηρά ἰδιόμελα. Τά ἐπιγράμματά του, θύραθεν καί ἱερά, γιά τά ὁποῖα κατέχει ἰδιαίτερη θέση στήν ἱστορία τῆς βυζαντινῆς λογοτεχνίας, ἅπτονται πολλῶν ἐπικαίρων θεμάτων. Ὁ ἴδιος εἶχε συνείδηση τῆς ποιητικῆς του τέχνης καί παρεσκεύασε μόνος τήν ἔκδοση μέρους τῶν ποιήσεών του ἐν εἴδει Ἀνθολογίας. Εἶχε ἐνεργό ἀνάμειξη στά πολιτικά καί προσπάθησε νά ἐπηρεάσει τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Θ΄. Ἔγραψε, ἀκόμη, βίους ἁγίων, ἐπιστολές καί ἕνα ἔμμετρο ἐτυμολογικό λεξικό. Ἀσχολήθηκε καί μέ τίς φυσικές ἐπιστῆμες καί τά μαθηματικά. Ἡ Ἐκκλησία τόν τιμᾶ στίς 5 Ὀκτωβρίου, μολονότι δέν ὑπάρχει σέ Συναξαριστές. Ὑπάρχει μόνο στόν Παλατινό Κώδικα ὑπ’ ἀρ. 138, φ. 2146 ὅπου εὑρίσκεται καί ἡ Ἀκολουθία του, πού συντάχθηκε ἀπό τόν ἀνεψιό του Θεόδωρο τόν Κοιτωνίτη καί βασιλικό νοτάριο.
            Τό Ἐπίγραμμα γιά τόν Πλάτωνα καί τόν Πλούταρχο ἔχει ἐκδοθεῖ μέ ἀριθμό 43 στό Ρ. De Lagarde, Iohannis Euchaitorum Metropolitae, quae in codice Vaticano Graeco 676 Supersunt. Gottingen 1882, σελ. 24.
          Ὁ Krumbacher τό χαρακτηρίζει «ἐπίγραμμα εἰς τόν Πλάτωνα καί Πλούταρχον ἐξαίρετον διά τήν εὐγενῆ ἀνεξιθρησκείαν». Σ’ αὐτό ὁ Μαυρόπους παρακαλεῖ τόν Χριστό νά παράσχει τήν Χάρη Του στόν Πλάτωνα καί τόν Πλούταρχο, ἐπειδή αὐτοί ὡς ἐθνικοί, εἶχαν πλησιάσει περισσότερο τή χριστιανική ἠθική. Ἀποτελεῖται ἀπό 8 στίχους σέ βυζαντινό δωδεκασύλλαβο. Ὁ πρῶτος, τρίτος καί πέμπτος στίχος ἔχουν ἐφθημιμερῆ τομή – παύση (Π7), ἐνῶ οἱ λοιποί πενθημιμερῆ (Π5). Κανονική εἶναι παροξύτονη ἀπόλιξη τῶν στίχων καί μάλιστα μέ βραχεία τήν τονιζομένη παραλήγουσα. Τό Ἐπίγραμμα διατρέχεται ἀπό μία ἐπιεικῆ θεωρία γιά τόν ἀρχαῖο κόσμο καί τά ἀρχαῖα κείμενα. Ὁ Μαυρόπους, πιστός στά διδάγματα τῆς Ἐκκλησίας, κάνει μιά νέα σύνθεση μέσα στό πνεῦμα τοῦ αἰῶνα πού σιγοῦν τά πάθη. Στούς νάρθηκες τῶν Μονῶν, ὅπως ἐκείνης τῶν Φιλανθρωπινῶν στά Ἰωάννινα, ἀπεικονίζουν τούς ἀρχαίους σοφούς. Εἶναι «ἀλλότριοι», δηλαδή μέτοχοι τῆς θύραθεν παιδείας. Κυριώτεροι ἠθικολόγοι οἱ σοφοί πού ἀναφέρονται στό Ἐπίγραμμα. Εἶναι «προσπεφυκότες», ἀπ’ τή φύση τους πολύ κοντά στό νόμο τοῦ Χριστοῦ, «ἔγγιστα», ὄχι ἀκριβῆ, γιατί δέν ἔφθασαν στή χριστιανική ἀλήθεια καί ἀγάπη. Στά κείμενά τους ἡ Ἐκκλησία διέκρινε σπέρματα τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ, «σπερματικός λόγος», γι’αὐτό καί τούς χαρακτηρίζει ὡς πρό Χριστοῦ Χριστιανούς. Τό Ἐπίγραμμα αὐτό δεικνύει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Χριστιανικός κόσμος ἐξετίμησε τό ἦθος τῶν άρχαίων συγγραφέων.*
Βιβλιογραφία
Κ. Krumbacher: Ἱστορία Βυζ. Λογοτεχνίας
H. Hunger:Βυζ. Λογοτεχνία.
Ἀθ. Κομίνη:Τό Βυζ. Ἱερόν Ἐπίγραμμα


Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Βυζαντινή Aθήνα -- Άγιος Νικόλαος Ραγκαβά

 
 
 
 
 
              Ο ναός του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά βρίσκεται βορειοανατολικά της Ακρόπολης, επί της οδού Πρυτανείου, στην περιοχή Αναφιώτικα, στην Πλάκα. Ο ναός κυριολεκτικά στηρίζεται στους πρόποδες του βράχου της Ακρόπολης και αγναντεύει το λόφο του Λυκαβηττού. Θεωρείται ένα από τα πιο αξιόλογα βυζαντινά μνημεία της πόλης των Αθηνών, καθώς και το κέντρο της γειτονιάς που αναπτύχθηκε γύρω από τον ναό. Εξάλλου η κοντινή προς αυτόν είσοδος του αμυντικού τείχους έχει λάβει το όνομα «η Πύλη του Ραγκαβά».
              Ο ναός χρονολογείται στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα και αρχικά ήταν ιδιωτικός στη συνέχεια, όμως, έγινε και παραμένει μέχρι τις μέρες μας ενοριακός ναός. Ανηγέρθη από την αυτοκρατορική οικογένεια του Μιχαήλ Ραγκαβά Α΄, σπουδαία βυζαντινή οικογένεια στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, από την οποία πήρε και το όνομα του ο ναός.
             Τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του ναού επιβεβαιώνουν την κατασκευή του περί το 1.040-1.050 μ.Χ., καθώς ομοιάζουν με αυτά αρκετών εκκλησιών της περιόδου αυτής. Τον 19ο αιώνα πραγματοποιήθηκε η δυτική επέκταση του ναού, με την προσθήκη νάρθηκα και κωδωνοστασίου, που αλλοίωσε την αρχική μορφή του μνημείου. Ο ναός απέκτησε τη σημερινή του μορφή μετά από εργασίες συντήρησης που έλαβαν χώρα το 1979-1980, κατά τις οποίες αποκαλύφθηκαν αρκετά στοιχεία, όπως ο τρούλος, η οροφή και η βόρεια πλευρά.
            Φημίζεται ότι στο ναό του Αγίου Νικολάου Ραγκαβά τοποθετήθηκε η πρώτη καμπάνα, που απέκτησε ναός των Αθηνών μετά την Απελευθέρωση της Ελλάδος, η οποία και μόνη σήμανε το Πάσχα το 1833.

 
 
          
 
              Ο ναός χαρακτηρίζεται για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του δόμηση. Στη βορειοανατολική πλευρά δύναται κανείς να εντοπίσει τη μεσοβυζαντινή διαρρύθμιση των προσόψεων και των περιθωρίων. Η τοιχοποιία ακολουθεί τον τύπο cloisonne, δηλαδή έχουν χρησιμοποιηθεί λαξευμένες πέτρες με τέσσερις πλευρές, περιστοιχισμένες από τούβλα (πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία).
               Επιπλέον χαρακτηρίζεται από κουφικό κεραμοπλαστικό διάκοσμο, δηλαδή τη χρήση διακοσμητικών στοιχείων που μιμούνται την αραβική γραφή στην οποία γράφτηκε πρώτη φορά το Κοράνι στην πόλη Κούφα του σημερινού Ιράκ. Επίσης χρησιμοποιήθηκαν αρκετά αρχαία αρχιτεκτονικά υλικά, με ιδιαίτερο στοιχείο τη διπλή σειρά με γεισίπους γύρω από το εξωτερικό τμήμα του ναού.
           Ο τρούλος επίσης είναι χαρακτηριστικός της περιόδου. Πρόκειται για μικρό, οκταγωνικό τρούλο, αθηναϊκού τύπου. Ο ναός εν γένει είναι τετρακίονος, σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο και ομοιάζει με αυτόν των Αγίων Ασωμάτων στο Θησείο και το ναό της Μεταμορφώσεως στη βόρεια πλαγιά της Ακρόπολης. Πολύ αργότερα προστέθηκε το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής στη βόρεια πλευρά.
            Σήμερα ο επισκέπτης του ναού δύναται να θαυμάσει το υπέροχο αυτό βυζαντινό μνημείο της Αθήνας, να ατενίσει την πόλη και να απολαύσει τον περίπατό του γύρω από το ναό, στα στενά σοκάκια, που ταξιδεύουν τον περιπατητή σε αλλοτινές εποχές...
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Υπεύθυνη Υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
 
 


Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2014

Βυζαντινή Θεσσαλονίκη – Ναός Αγίου Νικολάου Ορφανού

 
                
 
 
                  Όσες φορές κι αν έχεις περπατήσει στη  Άνω Πόλη της βυζαντινής Θεσσαλονίκης είναι σχεδόν σίγουρο πως θα ανακάλυψες κάτι που κρύβεται στα στενά και στους αδιέξοδους δρόμους της…
                  Κοντά στα ανατολικά τείχη της Άνω Πόλης και ανάμεσα στις οδούς Ηροδότου και Αποστόλου Παύλου, βρίσκεται ο ναΐσκος του Αγίου Νικολάου Ορφανού μετόχι της Μονής Βλατάδων. Όχι δεν είναι κάποιο εντυπωσιακό από αρχιτεκτονικής άποψης κτίριο, αλλά είναι δείγμα αυτής της απλής, ανθρώπινης αρχιτεκτονικής που έχουμε λησμονήσει. Αυτής της αρχιτεκτονικής που αγγίζει κατευθείαν την καρδιά μας
                     Η προσωνυμία "Άγιος Νικόλαος Ορφανός" και "Άγιος Νικόλαος των Ορφανών" απαντά σε πηγές του 17ου και 18ου αιώνα και συσχετίστηκε είτε με τον άγνωστο ιδρυτή του ναού και την οικογένειά του είτε με την ιδιότητα του Αγίου Νικολάου ως προστάτη των χηρών και των ορφανών, αφού σύμφωνα με την παράδοση ο ναός στον ίδιο χώρο διατηρούσε και ορφανοτροφείο.Η ανέγερση του μνημείου προσδιορίζεται χρονικά μεταξύ 1310 και 1320. –
                     Σήμερα ο ναός είναι ένα μονόχωρο, ξυλόστεγο κτίσμα με περίστωο που απολήγει σε δύο παρεκκλήσια στα ανατολικά. Η τοιχοδομία είναι ακανόνιστη από σειρές πλίνθων και λίθων και λίγα κεραμοπλαστικά στα ανατολικά. Επίσης κάτω από το δάπεδο του περιστώου βρίσκονται πολλοί τάφοι.
                   Ο αριστουργηματικός τοιχογραφικός διάκοσμός του είναι ένα από τα πληρέστερα διατηρούμενα σύνολα στη Θεσσαλονίκη. Στον κυρίως ναό απεικονίζονται σκηνές του Δωδεκαόρτου, των Παθών, του Αναστάσιμου και του λειτουργικού κύκλου και μορφές αγίων. Σκηνές του Ακαθίστου Ύμνου κοσμούν τη βόρεια στοά, ο Βίος του αγίου Νικολάου και Μηνολόγια τη δυτική, ενώ ορισμένα θαύματα του Χριστού, οι προεικονίσεις της Θεοτόκου και ο βίος του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτη τη νότια. Οι αφηγηματικές σκηνές χαρακτηρίζονται από γραφικότητα και ζωηρότητα, ενώ οι σκηνές του Πάθους από δραματική ένταση. Στις μεμονωμένες μορφές αναδεικνύεται ο όγκος, η λεπτότητα των χαρακτηριστικών και ο χρωματικός πλούτος. Οι τοιχογραφίες του ναού αποτελούν έργο της ώριμης παλαιολόγειας Αναγέννησης που συνδέεται με τον καλλιτεχνικό κύκλο των Θεσσαλονικέων ζωγράφων Γεωργίου Καλλιέργη, Μιχαήλ Αστραπά και Ευτύχιου. Ο δημιουργός τους πιθανώς ταυτίζεται με εκείνον που φιλοτέχνησε το καθολικό της σερβικής μονής Χελανδαρίου την εποχή του Μιλιούτιν (1314).
 

 
 

 
             
 
                    Η απεικόνιση στον κυρίως ναό του αγίου Γεωργίου του Γοργού, προστάτη της οικογένειας του Μιλιούτιν, και του αγίου Κλήμη Αχρίδας -θέματα αγαπητά στη σερβική εικονογραφία- και οι σχέσεις του Σέρβου κράλη με τη Θεσσαλονίκη και την αυτοκρατορική οικογένεια του Ανδρόνικου Β΄ οδήγησαν στo συσχετισμό της τοιχογράφησης του ναού με το Σέρβο ηγεμόνα αποδεικνύοντας τον κεντρικό ρόλο της Θεσσαλονίκης στην τέχνη των Βαλκανίων.
 
                 
 
                Η λειτουργία της μονής συνεχίστηκε και επί Τουρκοκρατίας. Οι τοιχογραφίες της αποκαλύφθηκαν το 1957-1960 κατά τις εργασίες αποκατάστασης του μνημείου.



Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός (Λακαπηνός)



 
 

Αναδημοσίευση από την Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού
 

Γέννηση-Οικογένεια
 
         Ο Ρωμανός Λεκαπηνός γεννήθηκε περίπου το 870 στο χωριό Λακαπή, κοντά στη Μελιτηνή. Ήταν αρμενικής καταγωγής, όπως πολλοί άλλοι στρατιώτες και αξιωματικοί που κατάγονταν από τη Μικρά Ασία την εποχή εκείνη. Γενάρχης της οικογένειας, η οποία έφερε το όνομά της από τον τόπο καταγωγής της, ήταν ο πατέρας του Ρωμανού, ο Θεοφύλακτος Aβεστάκτος. Σύμφωνα με τις πηγές του 10ου αιώνα (ίσως υπό την επιρροή του ίδιου του Ρωμανού Λεκαπηνού, ο οποίος ήταν τότε αυτοκράτορας), ο Θεοφύλακτος έσωσε σε μια μάχη τη ζωή του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄. Φαίνεται ότι ο πατέρας του Ρωμανού ανήκε στα ανώτερα στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας και ότι δεν ήταν απλός χωρικός από την Αρμενία. Ο Ρωμανός Λεκαπηνός ήταν νυμφευμένος με τη Θεοδώρα, με την οποία απέκτησε τέσσερις γιους, τον Χριστόφορο, τον Στέφανο, τον Κωνσταντίνο και τον Θεοφύλακτο, και μια κόρη, την Ελένη. Είχε και έναν νόθο γιο, με μια γυναίκα «σκυθικής» (σλαβικής;) καταγωγής, τον Βασίλειο, ο οποίος ήταν ευνούχος.
 
.Δράση
 
         Ο Ρωμανός Λεκαπηνός ήταν ένα από τα παραδείγματα που επιβεβαίωναν ότι κάθε Βυζαντινός είχε τη δυνατότητα με τα έργα του και τις αρετές του να ανέλθει μέχρι τις ανώτερες βαθμίδες της βυζαντινής κοινωνίας. Ένας από τους καλύτερους τρόπους για επιτυχία ήταν μέσω της στρατιωτικής σταδιοδρομίας. Ο Ρωμανός Λεκαπηνός είχε διατελέσει στρατηγός του θέματος Σάμου προτού ανέλθει στο αξίωμα του δρουγγάριου του βυζαντινού στόλου, που ήταν και το αποκορύφωμα της στρατιωτκής του σταδιοδρομίας. Μολονότι το αξίωμα αυτό δεν από τα ανώτερα στον βυζαντινό στρατό, αφού αυτά προορίζονταν την εποχή εκείνη για τους διοικητές των χερσαίων στρατευμάτων της Ανατολής, η διοίκηση του στόλου έδωσε τη δυνατότητα στον Ρωμανό Λεκαπηνό να διακριθεί και να διεισδύσει στα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα.
 
 
 Κατάκτηση του αυτοκρατορικού στέμματος
 
           Μετά το θάνατο των αυτοκρατόρων Λέοντος ΣΤ΄ (τον Μάιο του 912) και Αλεξάνδρου (τον Ιούνιο του 913) στο θρόνο έμεινε ο επτάχρονος γιος του Λέοντος, ο Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος. Την εποχή εκείνη το Βυζάντιο διεξήγε σχεδόν συνεχείς πολέμους με τον ηγεμόνα της Βουλγαρίας Συμεών, ο οποίος είχε βλέψεις και για το αυτοκρατορικό στέμμα. Μετά την αντιβασιλεία του πατριάρχη Νικολάου Α΄ Μυστικού, η οποία ανετράπη λόγω των μεγάλων υποχωρήσεων που έκανε προς τον Συμεών, τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας ανέλαβε η μητέρα του Κωνσταντίνου, η Ζωή Καρβουνοψίνα, η οποία αποφάσισε να νικήσει στο πεδίο της μάχης τον Βούλγαρο ηγεμόνα.
              Διοικητής του βυζαντινού στρατού ήταν ο Λέων Φωκάς, δομέστικος των σχολών και ένας από τους επιφανέστερους και ισχυρότερους στρατηγούς (γιος του Νικηφόρου Φωκά του Παλαιού και θείος του μελλοντικού αυτοκράτορα Νικηφόρου Β΄ Φωκά), ενώ του στόλου ηγείτο ο Ρωμανός Λεκαπηνός. Η μεγάλη ήττα που υπέστησαν τα βυζαντινά στρατεύματα στις 20 Αυγούστου 917 στον ποταμό Αχελώο κοντά στην Αγχίαλο και η μετέπειτα προέλαση του Συμεών στη βόρεια Ελλάδα το 918 είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ανταγωνισμός για τον αυτοκρατορικό θρόνο μεταξύ των επιφανέστερων στρατηγών οι οποίοι διαισθάνθηκαν την αδυναμία της αυτοκράτειρας Ζωής. Χάρη στο στόλο, του οποίου ηγείτο, ο Ρωμανός Λεκαπηνός κατόρθωσε να προλάβει τους υπόλοιπους υποψηφίους, πρωτίστως τον Λέοντα Φωκά, ο οποίος ήταν ο σοβαρότερος αντίπαλός του. Έφθασε με το στόλο στην Κωνσταντινούπολη και άρχισε διαπραγματεύσεις με έναν από τους ισχυρότερους ανθρώπους μέσα από τα τείχη της πρωτεύουσας – τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό. Αφού συμφώνησε με τον πατριάρχη και με τον «παιδαγωγό» του νεαρού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ο Ρωμανός Λεκαπηνός μπήκε στο Μέγα Παλάτιο, όπου ορκίσθηκε πίστη στον ανήλικο αυτοκράτορα, τον οποίο νύμφευσε με την κόρη του Ελένη (τον Μάιο του 919). Έλαβε έτσι τον τίτλο του βασιλεοπάτορα.
            Ως στενός συνεργάτης του πατριάρχη Νικολάου Μυστικού, ο Λεκαπηνός οργάνωσε το 920 σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη για να διευθετηθεί η ενδοεκκλησιαστική διαμάχη ανάμεσα στους οπαδούς του Νικολάου Μυστικού και του πρώην πατριάρχη Ευθυμίου (907-912). Ο Ευθύμιος είχε χειροτονηθεί πατριάρχης μετά την εκδίωξη του Μυστικού από τον πατριαρχικό θρόνο από τον Λέοντα ΣΤ΄, με αφορμή τη σύγκρουση των δύο ανδρών σχετικά με το ζήτημα της τεταρτογαμίας του αυτοκράτορα. Όταν μετά το θάνατο του Λέοντος ΣΤ΄ ο Νικόλαος Μυστικός επέστρεψε στον πατριαρχικό θρόνο, οι οπαδοί του Ευθυμίου αρνήθηκαν να τον αναγνωρίσουν. Επιπλέον η διαμάχη περί τεταρτογαμίας δεν είχε διευθετηθεί, επιτείνοντας την κρίση. Με τον Τόμο Ενώσεως που προέκυψε από τη Σύνοδο του 920 (9 Ιουλίου), ο Ρωμανός Λεκαπηνός καταδίκασε την τεταρτογαμία οριστικά και προβλήθηκε ως συμφιλιωτής της διηρημένης εκκλησίας που επαναφέρει την ειρήνη, όπως τόνιζε συχνά ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός.1
            Μέσα στους επόμενους μήνες η άνοδος του Ρωμανού στον αυτοκρατορικό θρόνο ενισχύθηκε με τον τίτλο του καίσαρα και επισημοποιήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 920, όταν ο Κωνσταντίνος Ζ΄ έστεψε τον πεθερό του συναυτοκράτορα, παραχωρώντας του ουσιαστικά τη θέση του αυτοκράτορα.2

Νόμισμα του 931 - 944, που δείχνει την προτομή του Ρωμανού σ' ένα σταυρό
 

Πολιτική
 
 
Εξωτερική πολιτική
 
            Αναλαμβάνοντας το θρόνο, ο Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός έπρεπε να αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς κινδύνους που απειλούσαν την Αυτοκρατορία σε δύο μέτωπα: τον Συμεών που κυριαρχούσε στα Βαλκάνια και τους Άραβες που απειλούσαν τα βυζαντινά εδάφη στη Μικρά Ασία.
Ο Συμεών απαιτούσε την υλοποίηση της συμφωνίας την οποία πέτυχε με τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, σύμφωνα με την οποία η κόρη του Συμεών επρόκειτο να παντρευτεί τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Ο Ρωμανός, με τη βοήθεια του Νικολάου Μυστικού, επιχείρησε να έρθει σε κάποια συνεννόηση με τον Συμεών, με τον οποίο μάλιστα συναντήθηκε κοντά στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως το 923/924, όμως ο κίνδυνος εξουδετερώθηκε ουσιαστικά μόνο μετά το θάνατο του Βούλγαρου ηγεμόνα το 927. Ο γιος του Συμεών Πέτρος ήταν πολύ πιο πρόθυμος να κλείσει ειρήνη, πρόθεση που το Βυζάντιο συμμεριζόταν απόλυτα. Συνάφθηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών και η εγγονή του Ρωμανού Λεκαπηνού και κόρη του γιου του Χριστόφορου, η Μαρία, παντρεύτηκε τον Βούλγαρο τσάρο. Το γάμο κοντά στην βυζαντινή πρωτεύουσα τέλεσε ο πατριάρχης Στέφανος Β΄, ενώ προς τιμήν της ειρήνης που επιτεύχθηκε η εγγονή του Ρωμανού μετονομάσθηκε Ειρήνη.3
           Οι μάχες στην Ανατολή εναντίον των Αράβων την εποχή του Ρωμανού Λεκαπηνού υπήρξαν πολύ επιτυχείς, χάρη, πρωτίστως, στον διοικητή του στρατού Ιωάννη Κουρκούα, με τον οποίο ο Ρωμανός Α΄ σύναψε συγγενικούς δεσμούς και τον οποίο διόρισε το 923 δομέστικο των σχολών. Μια από τις μεγαλύτερες συμβολικές επιτυχίες εναντίον των Αράβων ήταν η μεταφορά του Ιερού Μανδηλίου, της πιο γνωστής αχειροποίητης εικόνας του Χριστού, από την Έδεσσα στην Κωνσταντινούπολη το 944.4
 
 
 Εσωτερική πολιτική
 
         Αν και ανέλαβε το θρόνο με την υποχρέωση να διαφυλάξει τα δικαιώματα στο θρόνο του νεαρού Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου ώστε να μην διαταραχθεί η νομιμότητα της Μακεδονικής δυναστείας, ο Ρωμανός Λεκαπηνός έσπευσε, λίγο καιρό μετά την ανάληψη της εξουσίας, να στέψει συναυτοκράτορες τους γιους του Χριστόφορο, Στέφανο και Κωνσταντίνο. Μάλιστα ο Χριστόφορος στέφθηκε πρώτος συναυτοκράτορας, με αποτέλεσμα ο Κωνσταντίνος Ζ΄ να περιοριστεί στην τρίτη θέση της ιεραρχίας: μετά τον Ρωμανό Α΄ και τον Χριστόφορο. Τον τέταρτο γιο του, τον Θεοφύλακτο, ο Ρωμανός κατάφερε (ενδεχομένως και με τη συνδρομή του επισκόπου Καισαρείας Αρέθα) να τον χειροτονήσει πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, στις 2 Φεβρουαρίου 933, σε ηλικία μόλις 16 ετών. Έχοντας εδραιώσει έτσι την εξουσία του, με όλα τα ανώτερα αξιώματα στα χέρια της οικογένειάς του, ο Ρωμανός Α΄ επιδίωκε στην πραγματικότητα να παραγκωνίσει αθόρυβα τον Κωνσταντίνο Ζ΄ και να ιδρύσει ο ίδιος τη δική του δυναστεία. Ωστόσο μετά το θάνατο του μεγαλύτερου και αγαπημένου του γιου Χριστόφορου το 931, και δυσαρεστημένος από τη συμπεριφορά των άλλων δύο εστεμμένων του γιων, του Στέφανου και του Κωνσταντίνου, ο Ρωμανός δεν επιχείρησε να προαγάγει στη θέση του πρώτου συναυτοκράτορα (και επίδοξου διαδόχου) κανέναν από τους δύο.5
         Εκτός αυτού ο Ρωμανός Α΄ ίδρυσε τη μονή του Μυρελαίου, της οποίας το καθολικό (σημ. Μποντρούμ Τζαμί) προοριζόταν για ταφικός ναός της οικογένειάς του (κατά το Συνεχιστή του Θεοφάνη, μάλιστα, ο Ρωμανός μετέτρεψε το ανάκτορό του σε μονή). Ο ναός, ένας από τους πρώτους στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου, του αρχιτεκτονικού δηλαδή τύπου που έμελλε να διαδοθεί εξαιρετικά στους κατοπινούς αιώνες, εφαπτόταν με το συγκρότημα του παλατιού του Ρωμανού. Πιθανότατα είχε αποπερατωθεί μέχρι το 922, οπότε τάφηκε εκεί η γυναίκα του Ρωμανού, η Θεοδώρα. Το 931 τάφηκε ο πρωτότοκος γιος του Ρωμανού, ο Χριστόφορος, το 946 ο άλλος γιος του, ο Κωνσταντίνος, και νωρίτερα η σύζυγός του, ενώ το 948 στην κρύπτη μεταφέρθηκαν και τα λείψανα του Ρωμανού. Το τελευταίο μέλος της οικογένειας των Λακαπηνών που τάφηκε στην εκκλησία του Μυρελαίου ήταν η κόρη του Ρωμανού Λεκαπηνού, χήρα του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου και μητέρα του Ρωμανού Β΄, Ελένη.6
           Πέρα από τα δυναστικά προβλήματα, ο Ρωμανός Α΄ έπρεπε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των μικρογαιοκτητών, οι οποίοι φτώχαιναν όλο και περισσότερο και ήταν αναγκασμένοι να πωλούν τη γη τους στους «δυνατούς» σε χαμηλότερη τιμή από την πραγματική. Για να προστατεύσει τους μικρογαιοκτήμονες –στους οποίους στηριζόταν η φορολογία του κράτους– ο Ρωμανός Α΄ εξέδωσε δύο Νεαρές το 928 και το 934, παραχωρώντας το δικαίωμα της «προτίμησης», δηλαδή της προτεραιότητας στην αγορά ενός εκποιούμενου τεμαχίου γης σε πέντε κατηγορίες αγοραστών σχετικές με τον ιδιοκτήτη (συνιδιοκτήτες και γείτονες), ώστε να περιορίζεται η δυνατότητα των μεγαλογαιοκτημόνων να αγοράσουν κτήματα φτωχών. Η δεύτερη Νεαρά, του 934, εκδόθηκε ύστερα από μια περίοδο μεγάλης ένδειας την οποία είχαν εκμεταλλευτεί οι «δυνατοί» για να αγοράσουν σε πολύ χαμηλές τιμές τη γη μικρογαιοκτημόνων. Σε αυτήν προβλεπόταν η δυνατότητα των μικρογαιοκτημόνων να ξαναγοράσουν, κάνοντας χρήση του δικαιώματος της «προτίμησης», τα κτήματά τους σε πολύ χαμηλή τιμή. Ο αγώνας της κεντρικής εξουσίας να περιορίσει τη συσσώρευση γης στα χέρια ισχυρών οικογενειών που θα μπορούσαν ενδεχομένως να συγκρουσθούν με την αυτοκρατορική αρχή συνεχίσθηκε και στις δεκαετίες μετά το θάνατο του Ρωμανού.7
 
 
Εκθρόνιση και θάνατος
 
            Οι προσπάθειες του Ρωμανού Α΄ να εδραιώσει μια δική του δυναστεία υπονομεύτηκαν από τους ίδιους του τους γιους, τον Στέφανο και τον Κωνσταντίνο. Στις 20 Δεκεμβρίου 944 οι δύο συναυτοκράτορες, φοβούμενοι ότι ο πατέρας τους θα αφήσει την προτεραιότητα στη διαδοχή στον Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο αντί στους ίδιους, συνέλαβαν τον Ρωμανό Α΄ και τον εξόρισαν στο νησί Πρώτη. Μόλις ένα μήνα αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 945, ο Κωνσταντίνος Ζ΄ κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους δύο αδελφούς που είχαν χάσει το έρεισμά τους στην εξουσία με το σφετερισμό που επιχείρησαν, στέλνοντάς τους στην εξορία όπου και πέθαναν. Με τον τρόπο αυτό παραμερίστηκε η οικογένεια των Λεκαπηνών από τον αυτοκρατορικό θρόνο, αν και, στο πρόσωπο του Ρωμανού Β΄, γιου του Κωνσταντίνου Ζ΄ και της κόρης του Ρωμανού Α΄ Ελένης, η Μακεδονική Δυναστεία ενώθηκε με τη γενιά των Λεκαπηνών.
            Ο ίδιος ο Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός πέθανε ως μοναχός, εξόριστος, στις 15 Ιουνίου 948. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο εκκλησιαστικό του καθίδρυμα, στην εκκλησία του Μυρελαίου.8
 
1. Jenkins, R. J. H. – Westerink, L. G. (επιμ.), Nicholas I Patriarch of Constantinople Letters (Washington 1973), επιστολές xxiv-xxvi. Πρβ. Runciman, S., The Emperor Romanos Lecapenus and his reign (Cambridge 1929), σελ. 65.

2. Grumel, V., Notes de chronologie byzantine”, Échos d'Orient 35 (1936), σελ. 333-5. Για την αναρρίχηση του Ρωμανού Λεκαπηνού μέχρι την ανάδειξή του στον βυζαντινό θρόνο, βλ. Runciman, S., The Emperor Romanos Lecapenus and his reign (Cambridge 1929), σελ. 55-62.

3. Runciman, S., The Emperor Romanos Lecapenus and his reign (Cambridge 1929), σελ. 97-8.

4. Για τις πολιτικές προεκτάσεις αυτής της μεταφοράς σχετικά με τη δυναστεία που ήθελε να εδραιώσει ο Ρωμανός Α΄, βλ. Weitzmann, K., “The Mandylion and Constantine Porphyrogenitus”, Cahiers archéologiques 11 (1960), σελ. 183.

5. Ostrogorsky, G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Β΄ (Αθήνα 1997), σελ. 148, 156.

6. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l'Empire Byzantin, Ière partie: Le siège de Constantinople et le Patriarchat Oecuménique, t. III: Les églises et les monastères (Paris 1969), σελ. 351-2.

7. Lemerle, P., The Agrarian History of Byzantium from the origins to the 12th century (Galway 1979), σελ. 90-7.

8. Ostrogorsky, G., Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Β΄ (Αθήνα 1997), σελ. 156-7.