Σελίδες

Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

       
Ένα εξαιρετικό κείμενο του καθηγητή Αδαμάντιου Αδαμαντίου (1875 -1937) για την ακμή της πόλης στα βυζαντινά χρόνια και την εμπορική της έκθεση.



 
 
 
 
 
              ᾽Εκ τῆς εξόχως εὐνοικῆς θέσεως ἀπὸ παλαιῶν χρόνων ἡ Θεσσαλονίκη ὑπῆρξε διεθνὴς σημαντικωτάτη έμπορικὴ, πόλις, ἀληθὴς μεγαλόπολις. Οἱ κάτοικοί της ὑπερέβαινον τὸν δέκατον αἰώνα τὰς, διακοσίας χιλιάδας ἦσαν δὲ ὡς καὶ σήμερον ποικίλων ἐθνικοτήτων.᾽Εκτὸς τῶν ῾Ελληνων, παλαιοί κάτοικοὶ ἦσαν οὶ Εβραῖοι, Σλάβοι,῎Αρμένιοι.Ξένοι πολλοί, μάλιστα Φράγκοι, διέμενον εἰς την πόλιν.Κόσμος πολυάριθμος ἐμπορευομένων ἐγχωρίων καὶ ξένων ἐγέμιζε,τὰς ὁδούς, τὰς πλατείας καὶ τὰς ἀγοράς. Τὰ ἐμπορεύματα ἕφθανονἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου διὰ θαλάσσης μὲ πλοῖα, διὰ ξηραᾶςμὲ καραβάνια. ῾Η Σερβία, ἡ Βουλγαρία, ἡ Μακεδονία, ἡ Θεσσαλία,ἐκόμιζον εἰς τὴν Θεσσαλονίκην τὰ προϊόντα των, τὰ πλοϊα τὰπαραλάμβανον καὶ τὰ μετέφερον μακράν. Μὲ μίαν λέξιν εἰς ὅλατὰ μέρη τοῦ κόσμου ἐπήγαινον ἐμπορεύματα καὶ ἀπ’ ὅλα τὰ μερητοῦ κόσμου ἤρχοντο εἰς τὴν πόλιν πολυπληθῆ τὰ ἐμπορεύματα καὶ συνέρρεον ἀμέτρητοι οι ξενοι. ῾Η συρροὴ τῶν ξένων καὶ ἡ συνάθροὶσις ἐμπορευμάτων ηὔξανετὰς ἐποχὰς τῶν διαφόρων ἐμπορικῶν πανηγύρεων. Ἀλλ’ ἡ πανήγυριςτοῦ ῾Αγίου Δημητρίου, τὴν ἑορτὴν τοῦ πολιούχου, ἡ ὁποία διήρκειπολλὰς ἡμέρας, ἐπροκάλει τὸν θαυμασμὸν διὰ τὸν πλοῦτον καὶ τὸμέγεθος αὐτῆς. ῏Ησαν τὰ Παναθήναια τῶν μεσαιωνικών ᾽Αθηνῶν.

              ῾Η πανήγυρις ἐγίνετο εἰς τὴν πεδιάδα μεταξὺ τῶν τειχῶν καὶ τοῦ πο-ταμοῦ ᾽Αξιοῦ. ῎Απειροι σκηναὶ μετέβαλλον τὴν πεδιάδα εἰς πόλιν.Τὸ πᾶν ἠδύνασο νὰ εὕρῃς ἐκεῖ καὶ νὰ θαυμάσῃς : πλούσια ὑφάσματα,προϊόντα ποικιλώτατα, γεωργικά, βὶομηχανικά, ἔργα παμποίκιλα τέχνης. Πλῆθος ἅπειρον ἀνθρώπων, ἐγχωρίων, ξένων ἐμπόρωνπροσέτρεχεν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς ῾Ελλάδος, ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ τὴν Συρίαν, ἀπὸ τὸν Δούναβιν καὶτὴν Ρωσίαν, ἀπὸ τὴν ᾽Ιταλίαν καὶ τὴν ῾Ισπανίαν, εἰς τὴν μεγάληνπανήγυριν.
              Κατὰ πᾶσαν ὅμως ἐποχὴν ἡ πόλις τῆς Θεσσαλονίκης ἦτο πλήρης λαοῦ ἐμπορευομένου. Εὐκολώτερον, λέγουν οἱ συγγραφεῖς, ἦτο νὰ μετρήσῃς τὴν ἄμμου τῆς θαλάσσης παρὰ τοὺς συνωστιζομένους εἰς τὰς ἀγορὰς δι’ ἐμπορὶκὰς πράξεις. ῾Η ξηρὰ ἀπὸ τὸ ἓν μέρος παρεῖχε πλούσια τὰ δῶρα τῆς γεωργίας,ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ θάλασσα τὰ δῶρα τοῦ ἐμπορίου. ᾽Ακόμη καὶ αἱ βιομηχανικαὶ τέχναι ἤκμαζον, τὰ ἐργοστάσια τοῦ χαλκοῦ, τοῦ σιδήρου, τοῦ κασσιτέρου, τοῦ μολύβδου ἦσαν πολυάριθμα. Τὰ μεταξωτὰ ὑφάσματα ἦσαν τόσον κοινά, ὅσον ἀλλοῦ τὰ ἐξ ἐρίου ὑφάσματα. Καὶ συνηθροίζοντο εἰς τὴν πόλιν πολυπληθεῖς θησαυροὶ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ πολυτίμων λίθων. Πολλοὶ ἐκ τῶν κατοίκων εἶχον μεγάλα πλούτη, καὶ ἔζων πολυτελῶς, οἱ περισσότεροι ἔζωνἐν εὐμαρείᾳ καὶ εὐζωίᾳ ὅλοι εὕρισκον εὐκόλως ἐργασίαν διὰ νὰ ζοῦν καλῶς.
             Καὶ διασκεδάσεις εὕρισκευ ὁ λαὸς προσιτὰς εἰς αὐτόν: εἰς τὰς ἀγοράς, εἰς τὰς πλατείας, θέατρα, διάφορα θεάματα, μῖμοι καὶ σχοινοβάται καὶ γελωτοποιοὶ διεσκέδαζον τὸν ὄχλον τῆςΘεσσαλονίκης.Τὴν ὑλικὴν ταύτην εὐμάρειαν τῆς μεγάλης πόλεως παρηκολούθει ἡ πνευματικὴ ἐκδήλωσις τῆς εὐσεβείας πρὸς τοὺς ἁγίους, ἡ πνευματικὴ κίνησις τῶν φιλοσόφων, τῶν ρητόρων καὶ τῶν λογίων.
           Κατανυκτικώτατον ἦτο τὸ θέαμα καὶ γλυκύτατον τὸ ἄκουσμα κατὰ τὰς ἱεροτελεστίας εἰς τὰς μεγαλοπρεπεῖς καὶ πολυαρίθμους ἐκκλησίας. Λαμπρότατον ἦτο τὸ θέαμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν πανηγύρεων, εἰς τὰς ὁποίας ἤκουες τόσον μελῳδικὰς τὰς ψαλμῳδίας,ὥστε νὰ νομίζῃς ὅτι εὑρίσκεσαι ἐν μέσῳ ἀγγέλων ἑορταζόντων.Μεγαλοπρεπέσταται δὲ ἦσαν αἱ ἐκκλησιαστικαὶ πομπαὶ καὶ μάλιστα, τὴν μεγάλην ἑορτὴν τοῦ Καλλιμὰρτυρος, «ἡ σεμνὴ καθ’ὅλην τὴν νύκτα φωταγωγία», ἡ ἐπιβάλλουσα τελετὴ καὶ λιτανεία μὲ τὴν θαυμαστὴν μελῳδίαν ἡδυφώνων ιναλτῶν, μὲ τὰ φῶτα τῶν λαμπάδων καὶ τοὺς ἤχους τῶν σαλπίγγων καὶ τῶν ἄλλων μουσικῶν ὀργάνων, μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπον, τὸν αὐτοκράτορα, τὴν βασιλικὴν αὐλήν, τοὺς ἄρχοντας, οἵτινες ἐφόρουν ἀπαστραπτούσας στολὰς καὶ ἐπέβαινον ἐπὶ λαμπροτάτων ἵππων.
             ῞Υπερήφανος ἦτο ἡ Θεσσαλονίκη διὰ τοὺς λογίους αὐτῆς,διὰ τὰ ὀνομαστὰ σχολεῖα, εἰς τὰ ὁποῖα ἐφοίτων σπουδασταἵ ἀπὸὅλα τὰ μέρη τῆς οἰκουμένης. Ρήτορες, φιλόσοφοι, γραμματικοί,καλλιτέχναι συνέρ-ρεον εἰς τὴν πόλιν. Μαθήματα παντοῖα, λόγοι, διαλέξεις τῶν καθηγη- τῶν ἐδίδοντο εἰς μεγάλας αἰθούσας,αἵτινες ἐλέγοντο στοαί, θέατρα, μουσεῖα. Εἰς ἀνωτέρας σχολὰς εἰδικοὶ καθηγηταὶ ἐδίδασκον τὴν φιλοσοφίαν, τὴν ρητορικήν, τὰ μαθηματικά, τὴν νομικήν. Σοβαραὶ συζητήσεις, ἔρευναι θεολογικαὶ καὶ φιλοσοφικαὶ συχνὰ ἐγίνοντο, καὶ μάλιστα δημοσίᾳ μεταξὺ τῶν Θεσσαλονικέων διδασκάλων καὶ ἄλλων λογίων, οἵτινες ἤρχοντο ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν.
            ῎Εφάμιλλος τῆς Βασιλευούσης κατὰ τὴν λαμπρότητα τοῦ κοινωνικοῦ βίου, ὑπερέβαλλε πᾶσαν ἄλληνπόλιν κατὰ τὴν σοφίαν καὶ ἀνεδείχθη ἡ Θεσσαλονἴκη αἱ ᾽Αθῆναιτοῦ Μεσαιωνικοῦ ῾Ελληνισμοῦ. ῾Η κοινωνία ἐκείνη τῆς Θεσσαλονίκης εἶχε μόρφωσιν ὑπερτέραν,ἐξηυγενισμένα τὰ ἤθη καὶ λεπτὸν τὸ αἴσθημα. ᾽Εκ τῆς εὐλαβείας,ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ καλὸν καὶ τὴν τέχνην, ἐστόλισαν καθ᾽ ὅλους τοὺς αἰῶνας οἱ Θεσσαλονικεῖς τὴν πόλιν των μὲ τὰ θαυμάσια ἐκεῖνα μνημεῖα τέχνης, ὁποῖα εἶναὶ οἱ μεγαλοπρεπεῖς ναοί, μὲ μοναστήρια πολυάριθμα, μὲ ἄλλα καλλιπρεπῆ καὶ μεγάλα οἰκοδομήματα.
             Καὶ τὸ αἴσθημα τῆς ἀλληλοβοηθείας ἦτο τόσο νἀ νεπτυγμένον, ὥστε ἡ πόλις εἶχεν ἀνεγείρει διάφορα ἀγαθοεργὰ ἱδρύματα, βρεφοκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, ξενοδοχεῖα διὰ τοὺς ἀσθενεῖς,τοὺς ξένους, τοὺς ταξιδιώτας. Τάξις καὶ εὐνομία ἐπεκράτει εἰς τὴν πόλιν.Τὴν εἰς τὰ ἤθη καὶ τὴν μόρφωσιν ὑπεροχὴν τῆς κοινωνίας ἐκείνης διάφοροι περιστάσεις ηὐνόησαν. ῞Η εὐκολία καὶ ἡ εὐμάρεια τοῦ βίου˙ἡ ἀπὸ παλαιοῦ καὶ ἐπὶ μακρὸν διαμονὴ εἰς τὴν πόλιν Αὐτοκρατόρων καὶ τῆς βασιλικῆς αὐλῆς, ὡς καὶ ἡ συρροὴ ἀπο πᾶσαν χώραν ξένων, οἵτινες ἤρχοντο ἄλλοι δι’ ἐμπορίαν, ἄλλοι διὰ νὰ προσκυνήσουν εἰς τὴν ἁγίαν σορὸν τοῦ Μεγαλομάρτυρος, εἰς τὴν ὁποίαν καἵ Αὐτοκράτορες προσέτρεχον. ῾Η γειτνίασις τόπου ἱερωτάτου, τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, βεβαίως συνέτεινεν εἰς τὴν ἀνάπτυξιν βίου φιλοθρήσκου, λογίου καὶ φιλοτέχνου, ἰδιαιτέρως δὲ τὸ βαθὺ ἐκεῖνο κατανυκτικὸν αἴσθημα ἀπεράντον εὐλαβίας πρὸς τὸν ῞Αγιον Δημήτριον, αίσθημα, τὸ ὁποῖον ὑπῆρξεν αὐτὸ τὸ θεμέλιον τοῦ ὅλου κοινωνικοῦ βίου τῆς πόλεως.
            Εἰς τὴν μεγάλην πόλιν, εἰς τὴν ὁποίαν ἤνθιζον ὅλα τα ἄνθη πολιτισμοῦ ὑπερμέτρον, ἐν μέσῳ τῆς μεγαλοπρεπίας, τῶν μνημείων τῆς τέχνης, τῆς λάμψεως ἐκείνης τῶν λογίων καὶ τῶν φιλολογικίκῶν συ-ζητήσεων, ἐν μέσῳ, « τοῦ κήπου ἐκείνου τῶν Μουσῶν καὶ τῶν Χαρίτων », ἐν μέσῳ τῶν ποικίλων πανηγύρεων καὶ τῶν κατανυκτικῶν ἐκκλησιαστικῶν τελετῶν, διήρχετο ὁ βίος ἐν εὐδαιμονιᾳ, λέγον οἱ,παλαιοί, καὶ παρεῖχεν «ανεκλάλητον εὐφροσύνην καὶ πνευματικὴν χαράν». Ἡ πόλις εἷλκεν εἰς, ἑαυτὴν ὡς μαγνήτης τοὺς ἀνθρώπους ἅπαντας καὶ τοὺς ἔκαμνε νὰ λησμονοῦν τὴν πατρίδα των, «ἐκοίμιζετὰς λύπας», ἦτο «κοινὴ παρηγορία», ἦτο μὲ τὰ ἀγαθά της «παράδεισος εὐδαιμονίας».Καὶ μάλιστα κατὰ τοὺς χρόνους, κατὰ τοὺς ὁποίους ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία κα καταρέει καὶ ἡ Βασσιλεύουσα πίπτει, ἡ Θεσσαλονίκη ἐξυψώνεται καὶ φαίνεται ὡς νὰ φωτίζεται ἀπὸ ὄλην τὴν λάμψιν τοῦ δύοντος Μεσαιωνικοῦ ῞Ελληνισμοῦ, και ὡς προσπαθῇ νὰ περισυγκεντρώσῃ τὰς ἀναγεννωμένας δυνάμεις ἑνὸς νέου Ἑλληνισμοῦ καὶ νὰ ἀναδειχθῇ πρωτεύουσα ἑνὸς νέου ῞Ελληνικοῦ κράτους.Τὸ ἀειθαλὲς πνεῦμα, τὸ αἰωνίως δροσερὸν πνεῦμα τῆς ἀρχαίας, ῾Ελλάδος, πνέει καὶ πάλιν ζωογόνον, καὶ δίδει δυνάμεις εἰς τὸν ἐκπνέοντα μεσαιωνικὸν καὶ παρασκευάζει τὴν γένεσιν τοῦ νεωτέρου ῾Ελληνισμου. ῾Η νέα ζωὴ αὕτη γεννᾶται ἀπὸ τὴν μελέτην τῶνἀθανάτων ἀρχαίων συγγραφέων καὶ τοῦ ἀνεφίκτου εἰς τὴν τελειότητα ἀρχαίου ῾Ελληνικοῦ κόσμου.

«Ἡ Βυζαντινὴ Θεσσαλονίκη» Αδαμάντιος Αδαμαντίου, βυζαντινολόγος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου