Σελίδες

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Ελλάδα και Βυζάντιο

     
O Ιων Δραγούμης γράφει για το νέο ελληνικό κράτος και τη σχέση του με το Βυζάντιο


                «Σκοπός εκείνων που έφτειασαν το νέο κράτος ήταν (..) να ξαναπιάσει ο Ρωμηός τη διοίκηση του κράτους του που είχε πρωτεύουσα την Πόλη και να ξανακαθίσει Έλληνας βασιλιάς στο θρόνο των Παλαιολόγων. Μα οι περιστάσες, η σχετική αδυναμία των αρχηγών και οι μεγάλοι της γής έτσι το θέλησαν και αντί να γίνει, σύμφωνα με τη θέληση του λαού το κράτος της μεγάλης ιδέας, έγινε ένα μικρό ελληνικό κράτος στο μέρος που είχε ανθίσει η αρχαία Ελλάδα.
                 Το ελληνικό όνειρο ίσως να περιορίστηκε προπάντων από την ευρωπαϊκή αντίληψη την ξεπαρμένη τότε από μια νεογέννητη φωτοβολή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Μόνο οι Ρώσοι, με το να μην έχουν κλασσική μόρφωση, ένοιωθαν σωστά ποιο ήταν αλήθεια το ελληνικό όραμα, και αυτοί δε είχαν λόγους να το σπρώξουν να γίνει πράμα, απεναντίας το έτρεμαν. Και οι Τούρκοι όμως, που δεν τους εσκότιζαν το μυαλό οι πιο αρχαίες ιστορίες, κι αυτοί ήξεραν καλά το τί εγύρευε το ξυπνημένο πια έθνος των Ρωμαίων, γιατί το θυμόντουσαν και οι ίδιοι - δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια - πως από αυτό το έθνος, το βασιλικό, επήραν την Πόλη, και αυτό το ίδιο θα θελήσει μια μέρα πάλι να τους την ξαναπάρει.» «...Και όπως ο φιλελληνισμός και η αρχαιομανία των Ευρωπαίων και η όμοια αρχαιομανία των γραμματισμένων ρωμηών έπλαθαν την αντίληψη μιας μικρής Ελλάδας στενεύοντας τα σύνορα της φυλής και ταιριάζοντάς τα με τα σύνορα της αρχαίας, ενώ ο λαός είχε ζωντανή μέσα του σα πόθο εθνικό πάντα τη βυζαντινή παράδοση της αυτοκρατορίας, έτσι και στα άλλα, ενώ ο λαός κρατούσε τη δημοτική παράδοση, οι γραμματισμένοι με τη βοήθεια των αρχαιόμαθων φιλελλήνων οραματίζονταν με τον αρχαίον Ελληνισμό στενεύοντας τη ζωή του έθνους. Και οι φιλέλληνες και οι γραμματισμένοι Έλληνες επρόβαιναν με το μυαλό τους καττά κάποιαν αφαίρεση.
               Η νέα Ελλάδα ήταν κατευθεία συνέχεια της  αρχαίας, τα ενδιάμεσα δυο χιλιάδες χρόνια με τους δύο ελληνικούς πολιτισμούς τους ήταν σβησμένα. Αλεξαντρινά κράτη και προ πάντων βυζαντινό δεν είχαν υπάρξει. Όλα είχαν φτωχήνει τόσο μέσα στη  ψυχή των μορφωμένων του έθνους, που δε εστοχάστηκαν ότι μπορούσαν να στραφούν αλλού παρά στην Ευρώπη για να γυρέψουν πρότυπα και για τους νόμους του κράτους και για τη διοίκηση και για την πνευματική ζωή(...) Ο ξενοφερμένος βασιλιάς με οργανωτές χοντρούς Βαυαρέζους αντίγραψαν νόμους φράγκικους και συντάγματα ισωπεδωτικά (...) ο γερμανομαθημένος αρχιτέκτονας μετάφερνε μαζί του από τη Γερμανία δείγματα σπιτιών, ο γαλλομαθημένος ράφτης μόδες, ο φραγκοπασαλειμμένος νομικός νόμους και ο διαβασμένος ποιητής στίχους ρωμαντικούς. Και ό,τι έφτανε ίσα από την Ευρώπη εφάνταζε και λαμποκοπούσε, ό,τι εντόπιο ήταν περιφρονημένο. Στην Ευρώπη φώλιασε ο πολιτισμός και η επιστήμη, εκεί λοιπόν φυτρώνει και κάθε τελειότητα. Όποιος δε πήγε στο Παρίσι δεν είναι άνθρωπος(...) Ο νομοθέτης φραγκοφερμένος και αυτός ή τουλάχιστο φραγκομαθημένος  ετσάκισε με νόμους τα φυσικά του Ρωμηού, την κοινοτική ζωή, αντί να τη μελετήσει και να την καλλιτερέψει και απάνω της να θεμελιώσει τον κρατικό μηχανισμό, την κατασύντριψε, γιατί στη Βαυαρία δεν υπάρχουν κοινότητες (...) Το μόνο που θέλησαν να κρατήσουν ελληνικό, και αυτό όμως όχι νεοελληνικό, ήταν οι τύποι, η φάτσα, η εξωτερική μορφή, και βάφτισαν με αρχαιόπρεπα ονόματα τους θεσμούς και τις διάφορες θέσεις και αξιώματα. Φτάνει να λέγονταν κάτι "δήμος" και ήταν αμέσως ελληνικό, "σύνταγμα" και ήταν καλό, "βουλευτής" και ήταν γνήσιο. Έτσι και τους ανθρώπους από πρωτητερινά χρόνια άρχισαν και τους βάφτιζαν Περικήδες, Θεμιστοκλήδες, Σωκράτηδες, Δημοσθένηδες, νομίζοντας πως θα τους έφτειαναν έτσι γνήσιους απόγονους των αρχαίων που τους σπούδαζαν ωστόσο στην Ευρώπη για να τους τελειοποιήσουν. Και αρμένιζε η Ελλάδα όλη κατάισα κατά κάποιον αρχαιόμορφο και ξενότροπο μαϊμουδισμό, που έκαμε το ελληνικό μυαλό να παραδέρνει σε μια λιμνοθάλασσα από ιδέες παλιές και νέες.» ["Eλληνικός πολιτισμός", του I. Δραγούμη,  εκδ. Φιλόμυθος σ. 52]








               O Ευάγγελος Παπανούτσος, ένα από τα πιο φωτεινά μυαλά του 20ου αιώνα,  γράφει για τις στρεβλώσεις και τις λανθασμένες αντιλήψεις για το βυζαντινό μας παρελθόν που ήρθαν από έξω και δυστυχώς βρήκαν και εδώ τους <<θαυμαστές >> τους:
           «(…)  Πραγματικά έχει δημιουργηθεί και πλατιά διαδοθεί (και έξω από την Ελλάδα και ανάμεσα μας) ο ιστορικά ανεδαφικός και για τη εθνική μας παιδεία επικίνδυνος μύθος, ότι σ' ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο, ιδίως όμως από τον καιρό που η βυζαντινή αυτοκρατορία αρχίζει οικονομικά και πολιτικά να αποσυντίθεται, καθώς και στους μαύρους για το δύστυχο έθνος μας αιώνες της δουλείας, ο Ελληνισμός χάνει την πνευματική του δημιουργικότητα, πέφτει σιγά-σιγά στην αμάθεια και στη βαρβαρότητα και τίποτα πια αξιόλογο, στην περιοχή της Επιστήμης και της Φιλοσοφίας, δεν παράγει, που να μπορεί να σταθεί κοντά στα εκπληκτικά προϊόντα των χρόνων του αρχαίου κλέους. Γι' αυτό και όταν ανασταίνεται πάλι από τη στάχτη του με την ηρωική πράξη του Εικοσιένα, πνευματικοί και πολιτικοί ηγέτες στρέφονται προς τους κλασικούς αιώνες της ελληνικής αρχαιότητας και εκεί αναζητούν τις βάσεις για να στηρίξουν την παιδεία της ελευθερωμένη.
                    Οι «Αρχαίοι» και οι «Ξένοι», οι Ευρωπαίοι που τους τέσσερις - πέντε τελευταίους αιώνες θαυματούργησαν και δοξάστηκαν στις πνευματικές κατακτήσεις, γίνονται οι δάσκαλοι μας. Το άμεσο εθνικό παρελθόν στην πνευματική μας ιστορία διαγράφεται με μια φοβερή για τις συνέπειες της μονοκοντυλιά. Αφήνοντας την αρχαία Ελλάδα διασκελίζομε βιαστικά και με συγκατάβαση δέκα αιώνες βυζαντινής ιστορίας και, αποστρέφοντας το πρόσωπο με συναίσθημα πικρίας από τους χρόνους της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας, προσπαθούμε να ξαναβρούμε τον μετά το Εικοσιένα ελεύθερο εαυτό μας μέσα από την ιταλική, την αγγλική, τη γαλλική Επιστήμη και Φιλοσοφία των τετρακοσίων τελευταίων ετών. Να ξανακολλήσομε στην Ευρώπη γίνεται η έγνοια μας και αγωνιζόμαστε να ανακουφίσομε τον πληγωμένο εθνικό μας εγωισμό με την προσπάθεια ν' αποδείξομε, ότι οι προχωρημένοι στον πολιτισμό Ευρωπαίοι οφείλουν τα φώτα τους στους αρχαίους μας προγόνους.
               Πώς δημιουργήθηκε, και ιδίως πώς διαθόθηκε και έπιασε αυτός ο μύθος• πώς η ελεύθερη μετά την εθνική αποκατάσταση πατρίδα έπεσε σ' αυτή τη θανάσιμη πλάνη και έκανε την ασύγγνωστη αδικία να σκίσει με τα ίδια της τα χέρια τόσες εκατοντάδες λαμπρών σελίδων, με αποτέλεσμα να ακρωτηριάσει την πνευματική της ιστορία — αυτό είναι θέμα χωριστό που η ανάπτυξη του δεν έχει θέση μέσα στο πλαίσιο αυτής εδώ της μελέτης.
             Ένα πάντως είναι βέβαιο: ότι το κακό έγινε, ότι η πλάνη εξακολουθεί σε πολλούς να υπάρχει. Από τη μόρφωση μας απουσιάζει σχεδόν ολόκληρος ο βυζαντινός, ο μεσαιωνικός κόσμος με την ελληνική γραμματεία του και -το χειρότερο ακόμη- απουσιάζει και ο νέος Ελληνισμός, από το 13ο αιώνα και εδώ. Έχομε ανοίξει μια μεγάλη πληγή απάνω στο εθνικό σώμα της πνευματικής μας ιστορίας• τη σταματούμε στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Από κει και πέρα ακρωτηριασμός, απότομη σιωπή, χάσμα μέγα έως το 1821. Τότε μόνο νομίζομε, ότι αρχίζει πάλι να κελαηδάει η βουβαμένη επί τόσους αιώνες πηγή με τους πρώτους ψάλτες της Ελευθερίας...
               Οι συνέπειες αυτής της πλάνης είναι πολλές. Πρώτα-πρώτα αφαιρέσαμε από την παιδεία του Έθνους το στοιχείο που μπορεί να γίνει ο καλύτερος άξονας της και που δικαιολογημένα πρέπει να είναι το καμάρι μας: την ιδέα της ακατάλυτης διάρκειας, της αδιάσπαστης συνέχειας που παρουσιάζει αυτός εδώ ο μικρός και βασανισμένος λαός στη μακρά και γεμάτη από ωραίες σελίδες πνευματική του ιστορία. Και αλήθεια αναμφισβήτητη και χρέος μας εθνικό από τα πρώτα είναι να τονίζομε στις γενεές που έρχονται, για να πάρουν τη θέση τους μέσα στον εθνικό στίβο, ότι ποτέ δεν έπαψε αυτή η φυλή να υπάρχει και να εκδηλώνεται πνευματικά με πρόσωπα και έργα αξιόλογα. Ότι σε όλες τις φάσεις του ιστορικού βίου της τραγούδησε, ερεύνησε και στοχάστηκε, έγραψε και φιλοσόφησε, ζωγράφισε, έπλασε και έχτισε, δηλαδή έζησε και πνευματικά καταξίωσε τη ζωή της, όπως ζουν και πνευματικά καταξιώνουν τη ζωή τους οι λαοί που έχουν και δημιουργούν παράδοση.                
               Μπορεί, σε όλα τα στάδια της μακραίωνης ιστορίας της, τα πνευματικά κατορθώματα της να μη βρίσκονται πάντα στην ίδια γραμμή• άλλοτε να λάμπουν περισσότερο, και άλλοτε λιγότερο. Όμως από ολόκληρο το ιστορικό της παρελθόν, και από το μακρινό και από το πρόσφατο, η παιδεία μας έχει ν' αντλήσει θησαυρούς και μορφωτικά αγαθά περιωπής, για να εκτελέσει το έργο της. (…) Η δεύτερη συνέπεια της πλάνης είναι ότι, ενώ οι επιστήμονες και γενικά οι μορφωμένοι μας από την ευρωπαϊκή ιστορία των πέντε τελευταίων αιώνων γνωρίζουν πολλούς από τους σημαντικούς, αλλά και πολλούς ή και περισσότερους ασήμαντους Ιταλούς και Γάλλους, Άγγλους και Γερμανούς καλλιτέχνες, λογίους, φιλοσόφους και γενικά πνευματικούς ανθρώπους, αγνοούν πολλούς ασήμαντους, αλλά και περισσότερους σημαντικούς, δικούς μας.
             Δεν κηρύττω τον πνευματικό σωβινισμό. (…) Πρέπει, και καλά πράττομε, ν' αναζητούμε και να παίρνομε το καλύτερο οπουδήποτε μας προσφέρεται. Γιατί όμως, πριν απευθυνθούμε στους ξένους, ή τουλάχιστον παράλληλα μ' αυτούς, να μη γνωρίσομε και να συμβουλευτούμε τους δικούς μας λογίους και σοφούς - όχι φυσικά τους ασήμαντους, επειδή και μόνο είναι Έλληνες και γράφουν ελληνικά, αλλά τους πολύ σημαντικούς, που βρίσκονται ψυχικά και γλωσσικά κοντά μας και μπορούν να γίνουν λαμπροί δάσκαλοι μας σε πλήθος πράγματα; Με ποια δικαιολογία θα εξακολουθούμε να μελετούμε ή να μεταφράζομε και να εκδίδομε άπειρα ξένα βιβλία (λογοτεχνικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά) τρίτης και τέταρτης γραμμής, να καμαρώνομε μάλιστα που ξέρομε τα ονόματα των συγγραφέων και το περιεχόμενο τους, ενώ αδιαφορούμε για συγγραφείς και έργα πρώτης ποιότητας των τελευταίων αιώνων της πνευματικής ιστορίας του έθνους μας, που αξίζουν και πρέπει να γίνουν βάση της παιδείας μας; Η ξενηλασία στην περιοχή του πνεύματος είναι πάντοτε απόδειξη κουφότητας και μικρόνοιας αλλά και η παραμέληση των εθνικών θησαυρών, από άγνοια ή κακήν εκτίμηση της αξίας τους και από υπερτίμηση των ξένων, είναι ίδιο των λαών που δεν σέβονται ή έπαψαν να πιστεύουν στον εαυτό τους.
 [ Του Ευ. Π. Παπανούτσου, απόσπασμα από την Εισαγωγή του έργου του, Νεοελληνική Φιλοσοφία, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, σελ. 7-9, Πηγή: Άρδην, τ. 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2004, σ. 38-39.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου