Σελίδες

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΛΟΓΙΟΙ ΣΤΗ ΔΥΣΗ

της Ειρήνης Χρήστου, ιστορικού

 
Σε μικρογραφία χειρογράφου του 15ου αιώνα ο καθηγητής της Σορβόννης G. Fishet παραδίδει το ρητορική του σύγγραμμα στον καρδινάλιο Βησσαρίωνα ως δείγμα της αναγνώρισής του για τη διάδοση της πλατωνικής σκέψης στην Ευρώπη  

          Η εικόνα του Έλληνα σοφού, που έφευγε μπροστά στον Τούρκο κατακτητή σφίγγοντας πολύτιμα χειρόγραφα διασώζοντας και μεταφέροντας την αρχαία Ελληνική γραμματεία στη Δύση, είναι σχηματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τα Ελληνικά χειρόγραφα αναζητούνταν και αγοράζονταν από τουs Δυτικούς πολλά χρόνια πριν από την Άλωση και Βυζαντινοί λόγιοι βρέθηκαν στη Δύση, όπου δίδαξαν την Ελληνική γλώσσα και διέδωσαν την Ελληνική σκέψη δεκαετίες πριν από το 1453.

            Στερεότυπη είναι και η άποψη ότι το κύμα της μετανάστευσης των Βυζαντινών λογίων στην Ιταλία αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, και η μέσω αυτών αναβίωση της Ελληνικής παιδείας στη Δύση, ήταν ο σπουδαιότερος λόγος της δημιουργίας της Αναγέννησης. Η Αναγέννηση όμως δεν ήταν μία απότομη καμπή ανάμεσα στο Μεσαίωνα και το νεότερο κόσμο ούτε προήλθε αυτόματα ως απόρροια ενός γεγονότος, που συνέβη στην ανατολική Ευρώπη στα μέσα του 15ου αιώνα, αλλά είχε βαθιές ρίζες στο γόνιμο έδαφος του παρελθόντος.

             Οι μεταμορφώσεις που συντελέσθηκαν από το 12ο και το 13ο αιώνα στην Ευρωπαϊκή κοινωνία, η οικονομική άνθηση, η διοικητική ανεξαρτησία των κρατιδίων της Ιταλίας, η υποστήριξη του κλασικού πνεύματος και από την Εκκλησία, το κλίμα που δημιουργήθηκε στους πανεπιστημιακούς κύκλους οδήγησαν στην ανανέωση τηs νοοτροπίας, στην ανάδειξη του ατόμου και στην αναζήτηση νέων ιδεωδών.

            Η συνεχής επαφή της δυτικής διανόησης με τα επιτεύγματα της Ελληνικής κουλτούρας, όπως αυτή είχε διαφυλαχθεί και διαμορφωθεί στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη, στο Μυστρά και στη νότια Ιταλία, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διεύρυνση του πνευματικού ορίζοντα και στην ανάπτυξη της Αναγέννησης, κυρίως με τη χρήση των πρωτότυπων Ελληνικών κειμένων.
 

ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ

           Πρόδρομες μορφές, όπως ο Μάξιμος Πλανούδης, μεταφραστής έργων Λατίνων στα Ελληνικά και μελετητής της Λατινικής φιλολογίας και δυτικής θεολογίας, ο Έλληνας μοναχός από τη νότια Ιταλία Βαρλαάμ ο Καλαβρός, από τους πρώτους που διέδωσε τη γνώση των Ελληνικών στην Ιταλία, δάσκαλος του Πετράρχη, ο Δημήτριος Κυδώνης και ο αδελφός του Πρόχορος, έφεραν σε επαφή τούς δύο κόσμους ήδη από τις αρχές του 14ου αιώνα.

 
           Ειδικά ο Δημήτριος Κυδώνης εργάστηκε όσο κανένας άλλος για την πνευματική και θρησκευτική προσέγγιση Ανατολής και Δύσης με ταξίδια στην Ιταλία και μεταφράσεις σε κείμενα του Ακινάτη και του Αυγουστίνου. Ο σημαντικότερος όμως από τους «πρώιμους» Βυζαντινούς λογίους, που εργάστηκε στη Δύση με επιτυχία διδάσκοντας Ελληνικά σε έναν κύκλο Ιταλών διανοουμένων, ήταν ο Μανουήλ Χρυσολωράς.

          Δίδαξε την αρχαία Ελληνική γραμματεία στο Studium της Φλωρεντίας (1396–1399) και συνέταξε τα «Ερωτήματα», μία Γραμματική, που αποτέλεσε το βασικότερο εγχειρίδιο γραμματικήs της Ελληνικής γλώσσας για ενάμιση αιώνα. Το βιβλίο τυπώθηκε γύρω στο 1471 από ένα Γερμανό τυπογράφο και αποτελεί την πρώτη απόπειρα για εκτύπωση Ελληνικού βιβλίου. Το όραμα του Χρυσολωρά να μεταφρασθούν και να διαδοθούν τα Ελληνικά έργα σε ευρύτερα στρώματα κέντρισαν το πάθος των Φλωρεντινών για την αναζήτηση ελληνικών κωδίκων και την υποστήριξη των Ελληνικών σπουδών.

          Ο Χρυσολωράς συνέχισε τη διδασκαλία του στην Παβία και στο Μιλάνο και ταξίδεψε σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες ως διπλωματικός απεσταλμένος του Αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου. Ιταλοί ουμανιστές εξακολούθησαν τα επόμενα χρόνια τις σπουδές τους στην Κωνσταντινούπολη (μέχρι την Άλωση ήταν το σπουδαιότερο κέντρο για τη μελέτη της Ελληνικής γλώσσας), από όπου μετέφεραν στην πατρίδα τους ελληνικά χειρόγραφα. Στο μεταξύ, γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα, στην Ουμανιστική σκηνή της Ιταλίας δέσποζε ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, διαπρεπής Λατινιστής, που επηρέασε ευρύτατο κύκλο Ιταλών λογίων.

          Μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους (1430), ο λόγιος Θεόδωρος Γαζής εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, δίδαξε Ελληνικά στη Σιένα και στο πανεπιστήμιο της Φεράρας και εργάστηκε στη Ρώμη και στη Νεάπολη ως μεταφραστής Ελληνικών έργων στα Λατινικά.
 

ΕΙΣΗΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
 
          Η σύνοδος της Φεράρας – Φλωρεντίας (1438 – 39) αποτέλεσε το αποκορύφωμα της πνευματικής συνάντησης Ανατολής – Δύσης. Εκεί δόθηκε η ευκαιρία να συνομιλήσουν οι σοφοί των δύο Χριστιανικών κόσμων για θεολογικά και φιλοσοφικά θέματα. Στις συζητήσεις έλαμψαν δύο κορυφαία Ελληνικά πνεύματα, ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός και ο Βησσαρίων. Ήταν η ευκαιρία που οι Δυτικοί γνώρισαν, εκτός από τον Αριστοτέλη, που τον ήξεραν από αραβικές κυρίως μεταφράσεις, την Πλατωνική φιλοσοφία.

          Ο νεοπλατωνικός Γεμιστός, μολονότι έμεινε ελάχιστα στην Ιταλία, προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και αγαπήθηκε ιδιαίτερα. Οι παραδόσεις του στράφηκαν στις διαφορές του Αριστοτέλη από τον Πλάτωνα. Εξηγούσε γιατί θεωρούσε τον Πλάτωνα ανώτερο από τον Αριστοτέλη, και συνέγραψε το έργο «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται», που γνώρισε τεράστια κυκλοφορία. Η διδασκαλία του συνετέλεσε στην αποδέσμευση του Ευρωπαϊκού πνεύματος από την Αριστοτελική φιλοσοφία και στον προσανατολισμό του προς μία νέα ερμηνεία του κόσμου.

            Ο Βησσαρίων, μαθητής του Πλήθωνα, ο πιο αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα των Βυζαντινών ανθρωπιστών, εγκατέλειψε τη Βασιλεύουσα και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Εκεί έγινε ο πυρήνας των Ελληνικών σπουδών στην Ιταλία, ο προστάτης των Βυζαντινών λογίων που κατέφυγαν στη Δύση πριν και μετά την Άλωση (Γεώργιος Τραπεζούντιος, Θεόδωρος Γαζής, Μιχαήλ Αποστόλης, Ανδρόνικος Κάλλιστος).

            Ο  ακούραστος συλλέκτης Ελληνικών χειρογράφων (η πλούσια προσωπική συλλογή του από Ελληνικά χειρόγραφα αποτέλεσε τον πυρήνα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης στη Βενετία) και ο εμπνευστής της ιδέας ότι ο Ελληνισμός δεν χάθηκε με την άλωση της Πόλης, αλλά ότι οι πνευματικοί και πολιτικοί φορείς έπρεπε να εργασθούν για τη μόρφωση και απελευθέρωσή του.

            Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, νέο κύμα λογίων προσφύγων κατέφυγε στην Ιταλία για να διδάξει την Ελληνική γλώσσα και την Ελληνική σκέψη. Πολλοί Λατίνοι είχαν ήδη πάρει μαθήματα Ελληνικής και άρχισε επαγγελματική αντιζηλία μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων για την κατάκτηση πανεπιστημιακών θέσεων. Στη Φλωρεντία μία ενθουσιώδης παρέα λογίων δημιούργησε την «Ακαδημία», όπου συγκεντρώνονταν πνευματικοί άνθρωποι για να ασχοληθούν με την Ελληνική γραμματεία.

         Στην πόλη των Μεδίκων προσκλήθηκε το 1456 ο Ιωάννης Αργυρόπουλος για να αναλάβει την έδρα των Ελληνικών στο πανεπιστήμιο, όπου παρέμεινε ώς το 1471, διδάσκοντας Αριστοτέλη και Πλάτωνα και δίνοντας νέα ώθηση στην Ουμανιστική ιδέα. Τον Αργυρόπουλο διαδέχθηκε στη Φλωρεντία (1471–1476) ο Ανδρόνικος Κάλλιστος, που απέκτησε ένθερμους οπαδούς και συνεχιστές της διδασκαλίας του. Στη Ρώμη ένας κύκλος Ιταλών λογίων και τυπογράφων, με τη στενή συνεργασία του Γαζή και τη συμπαράσταση του καρδιναλίου Βησσαρίωνα, ίδρυσαν Ουμανιστικό τυπογραφείο.
 

 
 
 

          Η επόμενη μεγάλη μορφή Βυζαντινού λογίου με δράση στην Ιταλία μετά τα μέσα του 15ου αιώνα ήταν ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1423–1511), που δίδαξε στα πανεπιστήμια της Πάδοβας, της Φλωρεντίας και του Μιλάνου. Στην Πάδοβα μάλιστα υπενθύμιζε στους ακροατές του ότι οι Λατίνοι παρέλαβαν την ανθρωπιστική παιδεία από τους Έλληνες και καλούσε σε βοήθεια των δυστυχισμένων συμπατριωτών του όλους τους χριστιανούς.

          Ασχολήθηκε με το εκδοτικό έργο, και στη Φλωρεντία, με τη συνεργασία του Δημητρίου Δαμιλά, τύπωσε το 1488 το πρώτο σημαντικό έργο της Ελληνικής γραμματείας στο πρωτότυπο, «Ομήρου τα σωζόμενα». Ο Δαμιλάς ήταν επίσης ο εκδότης του πρώτου χρονολογημένου Ελληνικού βιβλίου που τύπωσε Έλληνας (Μιλάνο1476), του εγχειριδίου γραμματικής «Επιτομή των οκτώ του λόγου μερών» του Κωνσταντίνου Λάσκαρη (1434 – 1501), ο οποίος δίδαξε κυρίως στη Μεσσήνη της Σικελίας. Ελληνες λόγιοι βρέθηκαν και σε χώρες πέρα από τις Άλπεις.

          Ελληνικά δίδαξε από το 1476 στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης ο Γεώργιος Ερμώνυμος, μαθητής του Γεμιστού, που, παρά τη μετριότητά του, είχε την τύχη να αποκτήσει μαθητές μεγάλους φορείς των Ελληνικών γραμμάτων στις πατρίδες τους, τον Ολλανδό Έρασμο και το Γάλλο Guillaume Βudé, μεταξύ άλλων. Ο Ιανός Λάσκαρις (περ. 1445 – 1535) ήταν ένας ακόμη Έλληνας λόγιος, που σπούδασε στην Ιταλία, δίδαξε για λίγο στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, έγινε διευθυντής του Ελληνικού Κολεγίου στη Ρώμη.

          Απέκτησε πολλές επαφές με τη Γαλλική αυλή και διετέλεσε πρεσβευτής της Γαλλίας στη Βενετία και στη Ρώμη. Ως βιβλιοθηκάριος στο ανάκτορο του Λαυρέντιου Μέδικου, συνέλεξε Ελληνικά χειρόγραφα, που αποτέλεσαν τον πυρήνα της Λαυρεντιανής βιβλιοθήκης της Φλωρεντίας. Το επιτάφιο επίγραμμα, που συνέταξε ο ίδιος, δείχνει τη νοσταλγία του για την πατρίδα του: Λάσκαρις αλλοδαπή γαίη... Στη Γαλλία έδρασε αργότερα (πρώτο μισό 16ου αιώνα) ο λόγιος και αντιγραφέας Άγγελος Βεργίκιος.
 

ΣΤΗΝ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ

          Αξιόλογοι λόγιοι υπήρξαν και άλλοι, που ακολούθησαν αυτή την πρώτη γενιά Βυζαντινών δασκάλων και διασκορπίστηκαν και σε άλλους τόπους, εκτός της Ιταλίας. Αλλά το καθοριστικό γεγονός στην ανάδειξη των Ελληνικών σπουδών και στην περαιτέρω καλλιέργεια του Ουμανιστικού πνεύματος, ειδικά στην Ιταλία, ήταν η ίδρυση των τυπογραφείων, που κύριο στόχο είχαν την έκδοση Ελληνικών κειμένων. Υπήρχαν τα τυπογραφεία της Ρώμης, της Φλωρεντίας και του Μιλάνου, αλλά το σημαντικότερο και πιο φημισμένο ήταν το τυπογραφείο της Βενετίας του Αλδου Μανούτιου.

         Εκεί το μεγαλύτερο μέρος της τυπογραφικής και εκδοτικής εργασίας γινόταν κυρίως από Έλληνες εγκατεστημένους στη Βενετία. Κύριος εκδότης ήταν ο Κρητικός Μάρκος Μουσούρος (1470–1515), ικανός δάσκαλος σπουδαίων Ουμανιστών της Δύσης (ο Έρασμος Παρακολούθησε μαθήματά του), αλλά και οι Αρσένιος Αποστόλης και Δημήτριος Δούκας, ο οποίος μάλιστα βρέθηκε και στην Ισπανία για εκδοτικούς λόγους. Ανεξάρτητη από το τυπογραφείο του Άλδου ήταν η εκδοτική δράση τού επίσης Κρητικού Ζαχαρία Καλλιέργη, με σημαντικό συνεργάτη το λόγιο Νικόλαο Βλαστό.

         Η Βενετία από την τελευταία δεκαετία του 15ου αιώνα μέχρι το πρώτο μισό του 16ου αιώνα πήρε τα πρωτεία από τη Φλωρεντία και έγινε το πρώτο κέντρο στην Ευρώπη για τις Ουμανιστικές σπουδές. Εκεί εκδόθηκε και μεγάλος αριθμός Ορθόδοξων λειτουργικών βιβλίων για την πρακτική καθημερινή λατρεία των Ορθοδόξων, αλλά και οι Έλληνες Πατέρες. Βυζαντινοί λόγιοι συνέλεξαν, αντέγραψαν και εξέδωσαν την Ελληνική γραμματεία. Δίδαξαν φιλολογία και φιλοσοφία, υπήρξαν συνεχιστές της παράδοσης της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης στη Δύση.

          Στο δυτικό πολιτισμό έφεραν τη φιλοσοφική παράδοση του Βυζαντίου, που στηριζόταν στον Αριστοτέλη και στον Πλάτωνα, αλλά και τη συμφιλίωση της Πλατωνικής φιλοσοφίας με το δόγμα της Εκκλησίας. Κατόρθωσαν, τέλος, στις ασαφείς ροπές της ιταλικής αναγέννησης να προσδώσουν φιλοσοφικές διαστάσεις και με τη συμβολή τους στην πνευματική αναγέννηση της Ιταλίας να βοηθήσουν στην αναδόμηση των κυριότερων στοιχείων του Λατινικού Ουμανισμού και στη διακίνηση των ιδεών στη δυτική Ευρώπη.
 
 
 
                              Επτά ημέρες -- Καθημερινή 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου