Σελίδες

Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - Μέρος Β΄ -

 
 
 
Η θεολογία
 
 
            Στην ανάπτυξη της θεολογίας πρέπει να διακριθούν δύο περίοδοι. Η πρώτη είναι η λογοτεχνική περίοδος των Πατέρων της Εκκλησίας, η οποία διαδέχτηκε την αρχαία χριστιανική κατά το πρώτο μισό του 4ου αιώνα. Αυτή η εποχή λέγεται και παλιά βυζαντινή. Η δεύτερη περίοδος αρχίζει από το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα. Ο Κύριλλος ο Αλεξανδρείας και ο Θεοδώρητος ο Κύρου, οι τελευταίοι κλάδοι δυο μεγάλων θεολογικών σχολών, της Αλεξανδρείας και της Αντιόχειας, είναι και οι τελευταίοι υπέροχοι θεολόγοι οι οποίοι αναδείχτηκαν εξίσου στη δογματική και απολογητική, την ερμηνευτική και ομιλητική. Μετά από αυτούς δε γέννησε πλέον διαπρεπείς θεολόγους ο 5ος αιώνας, όταν δε κατά τον 6ο αιώνα εμφανίστηκαν οι πολέμιοι του μονοφυσιστισμού, ο κύκλος της λογοτεχνικής δράσης των θεολόγων περιορίστηκε σημαντικά.
             Μεγαλύτερη όμως σπουδαιότητα παρουσιάζει το γεγονός ότι από τις αρχές του 6ου αιώνα, έχουν εισχωρήσει στη θεολογία οι αριστοτελικοί ορισμοί, που τάχτηκαν στην υπηρεσία της θεολογικής θεωρίας. Τούτο είναι το γνώρισμα του τέλους της εποχής των Πατέρων και της αρχομένης σχολαστικής θεολογίας. Συνέβη δε τούτο με το Λεόντιο του Βυζαντίου, στον οποίο βλέπουμε την αυθεντία των εκκλησιαστικών Πατέρων. Αυτά είναι τα στοιχεία της κατάστασης που μας οδηγούν στη δεύτερη περίοδο, την υστερότερη βυζαντινή. Ο ουσιώδης χαρακτήρας της είναι η προσήλωση στην παράδοση: η οποία σαν αρχή έθεσε την τήρηση των δογμάτων των Πατέρων, κλείστηκε ερμητικά από οποιαδήποτε νέα επίδραση και γι' αυτό δεν επέτρεψε να δημιουργηθεί τίποτε το νέο.
           Η θεολογία είχε ως αντιπρόσωπούς της στο Βυζάντιο άντρες που θα τους θεωρούσε καύχημά της κάθε λογοτεχνία. Σαν αυθεντίες θα περιοριστούμε να αναφέρουμε μερικά ονόματα όπως ο Αθανάσιος, ο πατέρας της Ορθοδοξίας, οι τρεις Καππαδόκες, ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο και κατεξοχήν θεολόγος, ο Γρηγόριος ο Νύσσης, ο Κύριλλος ο Αλεξανδρείας για τη δογματική και αντιρρητική. Ο Χρυσόστομος για την ερμηνεία, ο Βασίλειος για την ασκητική, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Μάξιμος ο ομολογητής για τη μυστική θεολογία.
            Η ισχυρή προσωπικότητα του Φωτίου διέλυσε κατά τον 9ο αιώνα τη βασκανία που δέσμευε όλη την λογοτεχνική ζωή. Άλλη μεγάλη προσωπικότητα που ήθελε να ανακαινίσει τη ζωή της θεολογίας ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός, ο πολυμαθέστατος και πολυγραφότατος του 11ου αιώνα. Κατά το 12ο αιώνα βρέθηκε στην ακμή της πάλι η ερμηνεία, ενώ η ασκητική, η ομιλητική και τα συναξάρια πέρασαν σε δευτερεύουσα μοίρα. Από τις ευγενέστερες μορφές του 12ου αιώνα είναι και ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος. Ακόμη, αξιοσημείωτη υπήρξε και η έριδα των Ησυχαστών του 14ου αιώνα. Κατά τον ίδιο αιώνα είχαν ακμάσει, αλλά τελευταίοι και οι άλλοι κλάδοι της θεολογικής λογοτεχνίας δηλαδή η ερμηνεία και η ομιλητική, η μυστική θεολογία και τα συναξάρια. Από την αρχή αφ' ετέρου του 15ου αιώνα η λογοτεχνική δράση περιστρεφόταν κυρίως στον αγώνα εναντίον των Λατίνων, το δε ενδιαφέρον γύρω από αυτήν κράτησε και μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης μέχρις ότου η Βυζαντινή Θεολογία έπαψε πια να ζει.
            
 
 Η ποίηση και υμνογραφία
 
                 Και στη σφαίρα της ποίησης μπορούμε να πούμε πως το Βυζάντιο δεν έμεινε "ποιητικά άφωνο". Κατ' αρχήν πρέπει να σημειωθεί πως υπάρχει κάθε είδους στιχουργία: θύραθεν (κάθε μη λειτουργική ποίηση η οποία όμως περιλαμβάνει και ποιήματα θρησκευτικού περιεχομένου) και εκκλησιαστική, δημώδης και λογία. Αν εξαιρέσουμε τη ψυχρή και ανούσια ποίηση που κατέκλυσε τη μεσαιωνική φιλολογία, είτε αυτή ήταν γραμμένη στη δημώδη είτε στη λογία γλώσσα, θα βρεθούμε μπροστά στην κατ' εξοχήν δημιουργική βυζαντινή ποίηση, την εκκλησιαστική. Αυτή περιέλαβε τα συναισθήματα της αγάπης και της τρυφερότητας και πλησίασε την ανθρώπινη ψυχή. Στο έργο των γνωστότερων υμνογράφων καθρεφτίζεται η ψυχική πάλη του αδύνατου πιστού να νικήσει το χειρότερο εαυτό του, τα πάθη του. Η εκκλησιαστική ποίηση αναδείχτηκε σε ποίηση πραγματική, πηγαία και εμπνευσμένη. Ενώ η εκκλησιαστική ποίηση υπηρετεί την πρακτική ανάγκη της χριστιανικής διδασκαλίας και ανύψωσης και κατά τη μορφή βαδίζει σε νέους δρόμους, οι άλλες μορφές στην ποίηση επιδιώκουν καθαρά λογοτεχνικούς σκοπούς και είναι μάλλον συνέχεια της αρχαίας.
             Η μορφή που κυριαρχεί στην ποίηση των Βυζαντινών δεν είναι η δημώδης, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς αλλά η εκκλησιαστική. Κυρίως λειτουργική, ή λατρευτικού χαρακτήρα, προέρχεται από το μοναχικό κόσμο. Και αναμφίβολα η δεύτερη υπερέχει σε λογοτεχνική αξία από την πρώτη και τούτο για πολλούς λόγους. Τα θέματα στην εκκλησιαστική ποίηση και ως προς το ύψος και ως προς την ύλη υπερέχουν από τη δημοτική παραγωγή. Ακόμη, στη ρυθμική μετρική η εκκλησιαστική ποίηση απέκτησε εξαίρετο μέτρο έκφρασης ανταποκρινόμενο σε όλες τις απαιτήσεις, ενώ η δημοτική ποίηση βρήκε καταφύγιο μόνο στον πολιτικό στίχο και στην άξεστη ακόμη γλώσσα, την οποία δεν μπόρεσε να διαμορφώσει επειδή στάθηκε εχθρός της η λογιότερη τάξη. Αποκορύφωμα της δημοτικής ποίησης είναι το ακριτικό έπος, όπου πρέπει να περικλείονται αυτούσια και παλιότερα δημοτικά τραγούδια με σύμβολό τους την ηρωική ψυχή του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Η βυζαντινή ποίηση έχει δύο εσωτερικά κριτήρια αλληλένδετα με τα οποία πρέπει να αντιμετωπίζεται, την πίστη και την εσωτερική πάλη. Αυτή είναι σε τελευταία ανάλυση η ψυχολογία του Συνεσίου, του Ρωμανού, του Κοσμά, του Ανδρέα Κρήτης. Ο Συνέσιος υμνεί το Δημιουργό, ο Ρωμανός αισθάνεται ακόμη την ωραιότητα των απλών πραγμάτων, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός υπηρετεί το δόγμα που θεμελιώνει την πίστη, ο Κοσμάς, ο Ανδρέας είναι οι ποιητές της συντριβής, της εξομολόγησης και της έκφρασης του εσωτερικού αγώνα. Όλοι ζωντανεμένοι από την ίδια πίστη αποβλέπουν προς το ίδιο ιδανικό, παραλλάσσουν μόνο ως προς τους τόνους της μελωδίας.
          Η βυζαντινή παιδεία κατά τους μέσους αιώνες δεν πρόσφερε μόνο θρησκευτικού περιεχομένου έργα, αλλά είχε και αυτή τις κοσμικές της εκδηλώσεις, όπως τη γραμματική, τη ρητορική, την ιστοριογραφία, την επιστολογραφία. Από τις επιστήμες πρέπει να αναφέρουμε τη νομική, ιατρική, γεωγραφία, αστρονομία κλπ.
 
Η φιλοσοφία
 
              Στον τομέα της φιλοσοφικής διανόησης του Βυζαντίου μάταια θα αναζητήσουμε την αυστηρή λογική εξέλιξη που χαρακτηρίζει τη μεσαιωνική φιλοσοφία της Δύσης. Η Ανατολική Φιλοσοφία δέχεται μόνο τη μυστική και νοητική μέθοδο για τη γνώση του Θεού, αρνούμενη στη μέθοδο τη λογική, επάνω στην οποία στηρίζονται οι Δυτικοί. Οι Ανατολικοί κατέχονται από βαθιά θρησκευτική διάθεση αφοσιωμένη στην αγάπη και τη χάρη του λυτρωτή. Με βάση τη χριστιανική σωτηριολογία συγκροτήθηκε το φιλοσοφικό οικοδόμημα του Βυζαντίου. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η βυζαντινή εποχή είναι κυρίως η εποχή της ιστορίας του μεσαιωνικού ελληνικού λαού. Η βυζαντινή φιλοσοφία είναι μια φόρμα χριστιανική, της ελληνικής σκέψης με τη γνώση και τη ψυχή ελληνική.
            Από την άποψη των πηγών της έχει τούτο το χαρακτηριστικό, ότι στηρίζεται στη μελέτη όλων των αρχαίων σχολών και ρευμάτων. Πριν από το 14ο αιώνα και στις δύο πνευματικές σφαίρες του μεσαιωνικού κόσμου η Φιλοσοφία είναι αναπόσπαστα συνδεμένη με τη θεολογία, την οποία υπηρετεί.
            Πολύ πριν από το κλείσιμο των ειδωλολατρικών σχολών των Αθηνών η φιλοσοφική διανόηση προσπαθεί να διανοίξει δρόμους που θα δικαιώσουν την ενσωμάτωση των θεμάτων της, τα οποία εξακολουθούν να επιζούν και στο χριστιανικό κόσμο. Αυτή η προσπάθεια παύει πια να γίνεται στον 5ο και 6ο αιώνα. Ο παγανισμός έχει σιγά-σιγά νικηθεί από το Χριστιανισμό. Αλλά με την κατάργηση και της τελευταίας φιλοσοφικής σχολής της Αθήνας το 529 μ.Χ. κρίθηκε τελικά η τύχη και της τελευταίας παραφυάδας της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας δηλ. του νεοπλατωνισμού. Αλλά και χωρίς το πρόσταγμα του Ιουστινιανού μακροχρόνια ζωή δε μπορούσε να έχει αυτό το φιλοσοφικό σύστημα. Ο τελευταίος μεγάλος ερμηνευτής του στην Αθήνα ήταν ο Πρόκλος. Παρ' όλα αυτά ο νεοπλατωνισμός συνέβαλε πολύ στη διαμόρφωση των ιδεών των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Έτσι δημιουργήθηκε η φιλοσοφία των Πατέρων υπό την επίδραση του Πλάτωνα μέχρι τον 6ο αιώνα και η σχολαστική φιλοσοφία αργότερα στηριζόμενη στον Αριστοτέλη, για να συστηματοποιήσει το χριστιανικό δόγμα. Ο Λεοντίνος ο Βυζάντιος εισήγαγε τους αριστοτελικούς ορισμούς στη Χριστολογία. Αλλά ο θεμελιωτής της μεσαιωνικής εκκλησιαστικής φιλοσοφίας ήταν ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η μεγάλη πνευματική κρίση της εικονομαχίας ανέκοψε την ομαλή ανέλιξη της διανόησης και δημιούργησε χάσμα αιώνων. Πρέπει να φτάσουμε στον 11ο αιώνα για να δούμε ανασυνδεόμενη την παλιά φιλοσοφική παράδοση. Σε αυτή την εποχή δυο προσωπικότητες συμβάλλουν τα μέγιστα στη φιλοσοφική αυτή Αναγέννηση. Ο Μιχαήλ Ψελλός και ο Συμεών ο Θεολόγος.
               Ο μαθητής του Ψελλού, Ιωάννης ο Ιταλικός έχει μεγαλύτερη φιλοσοφική διάθεση αν και στην παραγωγή υπήρξε φτωχότερος. Κατά δε το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, γύρω από το κίνημα των Ησυχαστών εμφανίζεται ειλικρινέστερη φιλοσοφική διάθεση με αντιμέτωπους την ορθολογιστική σκέψη, τη μυστικοπάθεια και τη μυστική θεώρηση. Κυριαρχούσα μορφή σε αυτόν τον αγώνα είναι ο Γρηγόριος Παλαμάς. Προς το τέλος της ζωής του το Βυζάντιο έχει να επιδείξει φιλοσοφικό οργασμό αξιόλογο στρεφόμενο γύρω από τη μελέτη και την αξιολόγηση της πλατωνικής και αριστοτελικής φιλοσοφίας. Καθολικός εκπρόσωπος της τελευταίας αναλαμπής υπήρξε ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, ο τελευταίος των Βυζαντινών και ο πρώτος από τους Νεοέλληνες.
 
 
           Πρώτη περίοδος της βυζαντινής λογοτεχνίας
 
             Τα βυζαντινά Γράμματα από τον 4ο ως τον 6ο αιώνα σημειώνουν το πέρασμα του ελληνικού ειδωλολατρικού κόσμου στο Χριστιανισμό. Αυτή η εποχή είναι γνωστή ως "προβυζαντινή" γιατί συνυπάρχει με τη χριστιανική έμπνευση και ένα κίνημα ειδωλολατρικής σκέψης, που άλλωστε αντιπροσωπεύει τις τελευταίες πνευματικές εκδηλώσεις του παγανισμού. Το κύμα των αιρέσεων στον 4ο αιώνα δημιούργησε μεγάλες πνευματικές έριδες, και γεμάτες πάθος συζητήσεις. Η χριστιανική φιλολογία στον 4ο και 5ο αιώνα που πλουτίστηκε με την ανάδειξη σπουδαίων συγγραφέων στον τομέα τόσο του πεζού λόγου όσο και της ποίησης. Μέσα στην ίδια εποχή όμως οι ειδωλολατρικές παραδόσεις συνεχίστηκαν και αναπτύχθηκαν από τους ερμηνευτές αυτού του πνεύματος.
          Στη χριστιανική Ανατολή ο 4ος και 5ος αιώνα έχει επιδείξει πνευματικά κέντρα που η φήμη των συγγραφέων τους πέρασε τα όρια της πατρίδας τους και είχε μεγάλη επίδραση σε όλο το Βυζάντιο. Η Καππαδοκία στη Μικρά Ασία έδωσε τους τρεις περίφημους "Καππαδόκες". Το Βασίλειο των Μεγάλο, το φίλο του Γρηγόριο το Θεολόγο, και το Γρηγόριο από τη Νύσσα, το νεότερο αδελφό του Βασιλείου. Επίσης πνευματικά κέντρα της Συρίας ήταν η Αντιόχεια και η Βηρυτός γνωστή για τις νομικές επιστήμες. Στην Παλαιστίνη, η Ιερουσαλήμ μετά από την καταστροφή του Τίτου, δεν ήταν σε θέση να λάβει μέρος στην πνευματική ζωή του 4ου και 5ου αιώνα. Αντίθετα η Καισάρεια και η Γάζα, στη Νότια Παλαιστίνη με τους περίφημους ρήτορές της και ποιητές συνέβαλε τα μέγιστα στη φιλολογική παραγωγή της εποχής αυτής. Αλλά τη μεγαλύτερη και βαθύτερη επιρροή σε όλη την ασιατική Ανατολή ασκούσε το πνευματικό κέντρο της Αλεξάνδρειας, στην Αίγυπτο.
Η χριστιανική φιλολογία, αξιοσημείωτη στον 4ο αιώνα με τη συμβολή των Πατέρων της Εκκλησίας, τους μεγάλους ρήτορες και θεολόγους, όπως τους Καππαδόκες και τον Ιωάννη Χρυσόστομο, κατορθώνει στον 5ο αιώνα να εξηγήσει και να υπερασπίσει το δόγμα, όπως ο Κύριλλος Αλεξανδρείας έρχεται σε βίαιη αντίθεση με τους υποστηρικτές του Νεστόριου στην Αντιόχεια. Η θρησκευτική ιστοριογραφία αντιπροσωπεύεται από τους πολυμαθέστατους Σωκράτη, Σωζόμενο και Θεοδώρητο. Ο Χριστιανισμός αρχίζει να εισχωρεί στη ρομαντική φιλολογία με την Ευδοκία την Αθηναΐδα σύζυγο του Θεοδόσιου Β'. Από την άλλη πλευρά οι παγανιστικές πνευματικές εκδηλώσεις διατηρούνται στις σχολές της φιλοσοφίας και ρητορικής του 4ου και 5ου αιώνα. Οι νεοπλατωνικοί Συριανός, Πρόκλος και Υπατίας συνεχίζουν να διατηρούν την αναγέννηση που επέφερε ο Ιουλιανός ο Αποστάτης. Αρκετά μεγάλος αριθμός μαθητών παρακολουθεί τους μεγάλους ρήτορες Ιμέριο, Θεμίστιο και Λιβάνιο. Η ιστορία προσανατολίζεται προς τη χρονογραφία και τους πανηγυρικούς με τους: Αναξαγόρα, Ευνάπιο, Ολυμπιόδωρο, Ζώσιμο, Στέφανο του Βυζαντίου. Η επική ποίηση καλλιεργείται από τον Κουϊντο το Σμυρναίο, το Νόννο. Αυτή η εποχή είδε και την εξέλιξη της υμνογραφίας. Οι υμνογράφοι με την πάροδο του χρόνου εγκατέλειψαν, τη μίμηση των κλασικών μέτρων και διαμόρφωσαν δικές τους φόρμες. Έτσι λόγου χάρη ενώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Συνέσιος ακολουθούσαν τα κλασικά μέτρα στους περισσότερους από τους ύμνους του, ο Ρωμανός ο Μελωδός έγραψε πάνω στις νέες φόρμες χρησιμοποιώντας την ακροστιχίδα και τη ρίμα. Ο Ρωμανός φέρεται ως ο μεγαλύτερος υμνογράφος του Βυζαντίου, γι' αυτό και Πίνδαρος της εκκλησιαστικής μούσας αποκαλείται. Ακόμη δεν παραλείπουν να γράφουν ορφικά και λυρικά ποιήματα που είναι μικρά επιγράμματα. Στο χώρο του μυθιστορήματος αντιπροσωπευτικοί συγγραφείς είναι ο Τάτιος, ο Χαρίτων από τη Λάμψακο και ο Λόγγος.
 
 
 
Δεύτερη περίοδος
 
            Κατά τη μεγάλη περίοδο της βυζαντινής λογοτεχνίας, που καλύπτουν οι αιώνες από τον 6-11ο, η βυζαντινή σκέψη βρίσκει την κατάλληλη έκφρασή της. Η εποχή μεταξύ 518-610 επηρεασμένη από την πολύπλευρη προσωπικότητα του Ιουστινιανού έδωσε πλούσιους καρπούς τόσο στη λογοτεχνία όσο και στις επιστήμες. Από τον ίδιο τον αυτοκράτορα υπάρχουν δείγματα της λογοτεχνικής του δημιουργίας στον τομέα της δογματικής και της υμνολογίας. Από τις ιστορικές μορφές που παρουσιάστηκαν στον αιώνα αυτό σπουδαιότερος υπήρξε ο Προκόπιος από την Καισάρεια, ο κατ' εξοχήν ιστοριογράφος του Ιουστινιανού, ο οποίος μας έδωσε μια πλήρη περιγραφή της βασιλείας του. Επηρεασμένος βαθύτατα από τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη, στη γλώσσα μεν ακολούθησε τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, αλλά στο ύφος του υπήρξε περιγραφικότατος και γλαφυρός. Ο Προκόπιος αποτελεί μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την εποχή του. Άλλη ιστορική προσωπικότητα, σύγχρονος του Ιουστινιανού και του Προκόπιου είναι ο Πέτρος ο Πατρίκιος, ένας λαμπρός δικηγόρος και διπλωμάτης.
          Από τον Προκόπιο ως τις αρχές του 7ου αιώνα υπάρχει μια συνεχής αλυσίδα από ιστορικούς συγγραφείς που καθένας με τη σειρά του γίνεται και συνεχιστής του έργου των προηγούμενων. Έτσι τον Προκόπιο διαδέχεται ο Αγαθίας, ο οποίος εκτός από το καθαρά ιστορικό του έργο έγραψε επίσης μικρά ποιήματα και επιγράμματα. Τον Αγαθία ακολούθησε ο Μένανδρος ο Πρωτέκτωρ και αυτόν ο Θεοφύλακτος. Ο Νόννισος, πρεσβευτής του Ιουστινιανού στους Σαρακηνούς και Αβησσυνίους, έκανε μια περιγραφή των μακρινών του ταξιδιών.
           Ο χρόνος άφησε μόνο μικρό του απόσπασμα που βρίσκουμε μέσα στο έργο του Πατριάρχη Φωτίου. Ο Ιωάννης από τη Λυδία, επειδή είχε βαθύτατη μόρφωση, εκτός από την καθαρά ιστορική συγγραφή του έλαβε την εντολή να γράψει και τον αυτοκρατορικό πανηγυρικό. Ο τομέας της γεωγραφίας στην εποχή του Ιουστινιανού πλουτίζεται από την πένα του Ιεροκλή. Ακόμη ο 6ος αιώνας γνώρισε και χρονογράφους, όπως τον Ησύχιο από τη Μίλητο. Το έργο του μας είναι γνωστό από το Φώτιο, που σώθηκε μόνο σε μερικά αποσπάσματα, και από το λεξικό της Σούδας. Ο πραγματικός χρονογράφος του 16ου αιώνα είναι ο Ιωάννης Μαλάλας από την Αντιόχεια της Συρίας.
             Η θρησκευτική φιλολογία πλούσια στον 6ο αιώνα σε περιεχόμενο ανέδειξε τρεις τύπους: Το δογματικό και θεολογικό με το Λεόντιο του Βυζαντίου, ο οποίος άφησε πολλά έργα σαν υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και φανατικός εχθρός των Νεστορίων και Μονοφυσιτών. Η εξέλιξη της μοναστικής και ερημικής ζωής στην Ανατολή κατά τον 6ο αιώνα, άφησε τα ίχνη της στα διδακτικά και μυστικά έργα όπως επίσης στην αγιολογία και ασκητική λογοτεχνία.
             Ο Ιωάννης ο της Κλίμακος αποτραβηγμένος στο όρος Σινά για πολλά χρόνια, μας έδωσε το έργο της προτίμησης των μοναχών για μια μυστική και πνευματική τελείωση, γνωστό σαν "Πνευματική Κλίμαξ". Ο Ιωάννης ο Μόσχος δημοσίευσε στα ελληνικά το περίφημό του "Πνευματικός Λειμών", που δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τα μοναστήρια και τη ζωή των μοναχών. Επικεφαλής των αγιολόγων του 6ου αιώνα πρέπει να τοποθετηθεί ο Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης από την Παλαιστίνη. Το έργο του είναι αξιόλογο τόσο για την περιγραφή της ασκητικής ζωής, όσο και για την ιστορία του πνευματικού πολιτισμού της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Δυστυχώς δεν έφτασε στην εποχή μας ακέραιο.
           Ο τρίτος τύπος της λογοτεχνικής παραγωγής του 6ου αιώνα είναι η ποίηση με τους υμνογράφους και τους μελωδούς. Η μορφή του Ρωμανού του Μελωδού που αναφέραμε και στην πρώτη περίοδο, στα χρόνια του Ιουστινιανού βρισκόταν στο ύψιστο σημείο με τις συνθέσεις των περίφημων ύμνων. Στην ίδια εποχή ο Παύλος Σιλενσιάριος και ο Κόριππος από τη Βόρεια Αφρική συνέβαλαν με την ποιητική τους παραγωγή, ο πρώτος μεν για τις πληροφορίες που δίνει σε ότι αφορά στην ιστορία της τέχνης, ο δεύτερος για το τυπικό της Βυζαντινής Αυλής.
            Η εποχή μεταξύ του 610-717 χαρακτηρίζεται σαν μια σκοτεινή περίοδος σε όλη την ύπαρξη της Αυτοκρατορίας. Μετά από την πληθωρική παραγωγή σε περιεχόμενο και ποιότητα του προηγούμενου αιώνα, η πνευματική δημιουργία φαίνεται να έχει χάσει τελείως τη ζωή της. Η κύρια αιτία αυτής της στειρότητας πρέπει να αναζητηθεί σε πολιτικά αίτια και βασικά στην άμυνα του κράτους από τους εξωτερικούς εχθρούς. Μέσα σε αυτή την περίοδο το Βυζάντιο δεν έχει να επιδείξει ούτε ένα ιστορικό.
            Μόνο ο Γεώργιος Πισίδης που ζούσε στις ημέρες του Ηρακλείου περιέγραψε σε αρμονικούς στίχους τις στρατιωτικές εκστρατείες του Αυτοκράτορα εναντίον των Περσών και των Αβάρων. Στον τομέα της μη θρησκευτικής ποίησης ο Πισίδης θεωρείται ένας από τους πλέον σπουδαίους ιαμβογράφους του Βυζαντίου. Από τους χρονικογράφους θα σταματήσομε στον Ιωάννη από την Αντιόχεια και τον ανώνυμο συγγραφέα του Πασχαλινού Χρονικού. Στον τομέα της θεολογίας η φιλολογική παραγωγή του 7ου αιώνα είναι βασικά επηρεασμένη από τις διενέξεις του Μονοθελητισμού. Δυστυχώς τα έργα αυτής της εποχής δεν έχουν σωθεί και η όλη δημιουργία πρέπει να κριθεί με βάση την 6η Οικουμενική Σύνοδο και τις εργασίες του Μάξιμου του Ομολογητή, ο οποίος μεταχειρίστηκε αποσπάσματα.
            Ο Μάξιμος είναι μια από τις πλέον εκπληκτικές θεολογικές μορφές του Βυζαντίου και πολέμησε το Μονοθελητισμό υπέρ της Ορθοδοξίας. Η αγιολογία δίνει την παρουσία της στον 7ο αιώνα με τον Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ Σωφρόνιο, ο οποίος έγραψε γύρω από το μαρτύριο και τα θαύματα των εθνικών μαρτύρων της Αιγύπτου Κύρρου και Ιωάννη. Το έργο μας παρέχει πολλές πληροφορίες σε ότι αφορά τη γεωγραφία, την ιστορία, όπως επίσης σχετικά με τα ήθη και έθιμα της εποχής. Άλλος αγιολόγος είναι ο Επίσκοπος Νεάπολης Κύπρου Λεόντιος. Διαφέρει από τους άλλους αγιολόγους συγγραφείς επειδή έγραψε για το μεγάλο κοινό και η γλώσσα του φέρνει τη σφραγίδα της επίδρασης της λαϊκής ομιλούμενης γλώσσας. Η υμνογραφία σημειώνει την ύπαρξή της με τη συγγραφική δημιουργία του Ανδρέα από την Κρήτη. Γνωστός ο Μέγας Κανών του διαβάζεται και σήμερα στη λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε μερικά δε μέρη είναι καταφανής η επίδραση του Ρωμανού του Μελωδού.
             Μια κίνηση τόσο περίπλοκη, βαθιά και με ένταση όπως η εικονοκλαστική, είχε τις συνέπειές της και στη λογοτεχνική δραστηριότητα της περιόδου αυτής. Δυστυχώς το υλικό της εικονοκλαστικής περιόδου καταστράφηκε σχεδόν όλο από τους θριαμβευτές της εικονολατρίας και μας είναι σήμερα γνωστό από πενιχρά αποσπάσματα που περισώθηκαν στα συγγράμματα των αντιπάλων με σκοπό την καταπολέμηση των εικονομάχων.
             Όπως και στην εποχή του Ηράκλειου έτσι και στην εικονοκλαστική περίοδο δεν παρουσιάζονται ιστορικοί συγγραφείς. Αντίθετα οι χρονογράφοι άφησαν πολλά έργα που μας είναι χρήσιμα για την κατανόηση της βυζαντινής χρονογραφίας και των πηγών όπως επίσης και για τη μελέτη της ίδιας της εικονοκλαστικής περιόδου. Η χρονογραφία του Γεωργίου του Σύγκελλου συνεχίστηκε μέσα στον ίδιο αιώνα από το φίλο του Θεοφάνη τον Ομολογητή. Άλλος αξιόλογος συγγραφέας αυτής της περιόδου είναι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος.
            Στα θεολογικά του συγγράμματα (μερικά είναι ακόμα ανέκδοτα) ο Νικηφόρος υπεραμύνεται της εικονολατρίας. Τελικά χρήσιμη πηγή σχετικά με τη φύση του μοναχικού βίου, την εξάπλωση της αίρεσης των εικονοκλαστών και τη θρησκεία των Σαρακηνών είναι η χρονογραφία του Γεωργίου του Μοναχού του αμαρτωλού. Επίσης ένας αριθμός από εικονοκλαστικά ποιήματα έχουν διασωθεί και είναι του Θεοδώρου Στουδίτη. Ο διαπρεπέστερος υπερασπιστής της εικονολατρίας στη πρώτη περίοδο του πολέμου των εικόνων είναι ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο κατά κύριο λόγο θεμελιωτής του δόγματος της Ορθόδοξης Πίστης. Το συγγραφικό του έργο είναι πολυάριθμο και καλύπτει πολλούς τομείς όπως της δογματικής, ιστορίας, φιλοσοφίας ρητορικής και ποίησης.
            Το όνομά του είναι επίσης στενά συνδεδεμένο με το μυθιστόρημα "Βαρλαάμ και Ιωάσαφ" δημοφιλέστατο στους μεσαιωνικούς χρόνους και μεταφρασμένο σε όλες τις γλώσσες. Ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο ηγούμενος της περίφημης μονής της Κωνσταντινούπολης εκπροσωπεί τη δεύτερη κίνηση υπέρ της παλινόρθωσης των εικόνων. Ενδιαφέρουσα μορφή αυτής της περιόδου είναι και η Κασία ή Κασσιανή η μόνη με ταλέντο βυζαντινή ποιήτρια. Τα εκκλησιαστικά της ποιήματα και επιγράμματα διακρίνει η πρωτότυπη σκέψη και το ζωντανό στιλ. Μας άφησε πλήθος από τα οποία και το πλέον γνωστό ποίημα "Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις...", συγγράμματα, όπως το τετραώδιον του μεγάλου Σαββάτου: "Άφρων γηρελέε" κλπ.
           Ο 9ος αιώνας χαρακτηρίζεται για την ανανέωση των Γραμμάτων. Η δημιουργία γειτνιάζει με την παίδευση, ο Χριστιανισμός συμμαχεί με την αρχαιότητα. Ο Πατριάρχης Φώτιος αντιπροσωπεύει την κεντρική δύναμη στην όλη πνευματική και φιλολογική κίνηση της εποχής του. Οι πολύπλευρες γνώσεις του τον οδήγησαν στο να αφιερώσει τη ζωή του στην ανάπτυξη του ουμανισμού. Αξιόλογη επίσης φυσιογνωμία στην ίδια εποχή, περιζήτητος για τις γνώσεις του, υπήρξε και ο Λέων ο Μαθηματικός.
            Οι χρονικογράφοι αποκλίνουν προς μια φιλοσοφία της ιστορίας όπως ο Θεοφάνης ο εξομολογητής, ο Συμεών μάγιστρος και ο λογοθέτης Γεώργιος ο αμαρτωλός. Ο 10ος αιώνας ευνοεί τις μεγάλες συνθέσεις και τις συλλογές. Η εξέχουσα μορφή στην πνευματική κίνηση του αιώνα είναι ο Κωνσταντίνος VII ο Πορφυρογέννητος και πολλά από τα έργα του έχουν διασωθεί. Από το φιλολογικό κύκλο του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου προήλθε και ο ιστορικός Ιωσήφ Γενέσιος, Θεόδωρος ο Δαφνοπάτης, όπως επίσης και αγιολόγοι. Η περίφημη συλλογή "Βίοι των Αγίων" είναι έργο του εγκυκλοπαιδιστή Συμεών του Μεταφραστή, και η "Παλατινή Ανθολογία" (συλλογή επιγραμμάτων) του Κωνσταντίνου Κεφάλα. Το Λεξικό της Σούδας είναι πλούσια πηγή για την εξήγηση λέξεων, κύριων ονομάτων, και άρθρων γενικής χρήσης.
              Η ιστορία γίνεται ηθικοπλαστική με το Λέοντα το διάκονο, και τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Κατά τη βασιλεία του Νικηφόρου Φωκά γράφηκε και η "Φιλόπατρις" που αντιπροσωπεύει μια βυζαντινή μορφή ανθρωπισμού και αποκαλύπτει για το 10ο αιώνα μια αναγέννηση του ελληνικού πνεύματος και της κλασικής γεύσης.
             Μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες των βυζαντινών γραμμάτων με πολυσύνθετο ταλέντο είναι και ο Μιχαήλ Ψελλός. Φιλόσοφος και ιστορικός, θεολόγος και νομικός, ποιητής και ρήτορας στέκεται στην κορυφή της πυραμίδας των μεγάλων του Βυζαντίου. Ο Ψελλός κατείχε την υψηλή θέση στην πνευματική ζωή του Βυζαντίου του 11ου αιώνα, όπως ο Φώτιος τον 9ο και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος το 10ο.
             Στους λαμπρούς χρόνους της Μακεδονικής Δυναστείας, ειδικά ο 10ος αιώνας χαρακτηρίζεται ως μια εποχή που εξελίσσεται η βυζαντινή επική ποίηση και τα βυζαντινά δημοτικά τραγούδια με κύρια μορφή τον ηρωικό Διγενή Ακρίτα. Το έπος του Διγενή Ακρίτα μας παρουσιάζει τον κόσμο της Μικράς Ασίας και των ακριτικών περιοχών της αυτοκρατορίας. Ακόμη και σήμερα στην Κύπρο και στη Μικρά Ασία τραγουδιούνται τα Ακριτικά τραγούδια του φημισμένου ήρωα.
           Ο πνευματικός οργασμός της Δυναστείας των Μακεδόνων δημιούργησε κατάλληλο έδαφος για τη συνέχιση της καλλιέργειας των Γραμμάτων και στους επόμενους αιώνες της δυναστείας των Κομνηνών και Αγγέλων. Ο ενθουσιασμός για την αρχαία λογοτεχνία είναι κάτι που χαρακτηρίζει την εποχή. Ο Ησίοδος, ο Όμηρος, ο Πλάτων, οι ιστορικοί Θουκυδίδης και Πολύβιος, οι ρήτορες Ισοκράτης, και Δημοσθένης, οι Έλληνες τραγικοί και ο Αριστοφάνης ήταν οι συγγραφείς που εύρισκαν τη μεγαλύτερη μίμηση στο 12ο αιώνα και στις αρχές του 13ου αιώνα.
          Στον τομέα της λογοτεχνίας αυτή η εποχή μας δίνει ένα μεγάλο αριθμό από ενδιαφέροντες και αξιόλογους συγγραφείς. Τιμητική θέση στην ιστοριογραφία κατέκτησαν η Άννα Κομνηνή, κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Α', με τη συγγραφή του επικού ποιήματος σε πρόζα "Αλεξιάς", αφιερωμένο στη βασιλεία του πατέρα της, ο άνδρας της Νικηφόρος Βρυέννιος, ο Ιωάννης Κίνναμος. Οι αδελφοί Μιχαήλ και Νικήτας Χωνιάτης από τη Μικρά Ασία μας άφησαν πλούσια πνευματική κληρονομιά, σε έργα πολιτικού, κοινωνικού, λογοτεχνικού, ιστορικού περιεχομένου. Ακόμη ένα μεγάλο αριθμό από γράμματα και λόγους. Μεταξύ των περίφημων ιστορικών του 12ου αιώνα στον τομέα της γενικής μόρφωσης και παιδείας ανήκει και ο ιδιοφυής δάσκαλος και φίλος του Μ. Χωνιάτη, ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, "η πλέον φωτισμένη διάνοια του βυζαντινού κόσμου μετά το Μιχαήλ Ψελλό". Σύγχρονος των Κομνηνών ο Ιωάννης Τζέτζης, είναι μια ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία των βυζαντινών γραμμάτων, στον οποίον οφείλεται και ο πολιτικός ή δημοτικός στίχος, ο δεκαπεντασύλλαβος, στον οποίο άλλωστε είναι γραμμένα και τα περισσότερα από τα δημοτικά μας τραγούδια.
             Η ποίηση του 12ου αιώνα αντιπροσωπεύεται από το Θεόδωρο Πρόδρομο ή Πτωχοπρόδρομο, αξιόλογο μυθιστοριογράφο, και ρήτορα, συγγραφέα γραμμάτων και κυρίως ποιημάτων με το γνωστό όνομα "Πτωχοπροδρομικά".
           Στην εποχή των Κομνηνών η χρονογραφία έχει και αυτή τους εκπροσώπους της όπως το Γ. Κεδρινό, Ιωάννη Σκυλίτση, Ιωάννη Ζωναρά, Κωνσταντίνο Μάνεσση και τελικά το Μιχαήλ Γλυκά.
Στην ιστορία του Βυζαντίου ο 12ος αιώνας έδωσε λαμπρές σελίδες πνευματικής κίνησης, και θα μπορούσε να σκιαγραφηθεί ως η πρώτη ελληνική Αναγέννηση μέσα στη χιλιόχρονη ιστορία της Βασιλεύουσας.
 
 
 
Τρίτη περίοδος
 
 
            Μετά την καταστροφή της Αυτοκρατορίας το 1204 και το χωρισμό της σε έναν αριθμό από ανεξάρτητα λατινικά και ελληνικά κράτη, η αυτοκρατορία της Νίκαιας έγινε το πνευματικό κέντρο, η πόλη της επιστήμης και της ενότητας των Ελλήνων. Από εκεί κατάγονται και εκεί έδρασαν και οι Νικηφόρος Βλεμμύδης, Γεώργιος Ακροπολίτης και Θεόδωρος Β' Λάσκαρης και είναι όλοι τους γνωστοί για την συμβολή τους στα γράμματα, την επιστήμη και την ιστορία.
            Η εποχή των σταυροφοριών επέδρασε στη βυζαντινή λογοτεχνία δίνοντάς της ένα ιπποτικό περιεχόμενο, όπως τα έμμετρα μυθιστορήματα "Βέλθανδρος και Χρυσάντζα", "Καλλίμαχος και Χρυσορρόη". Και άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας γνώρισαν άνθιση στα γράμματα όπως η Τραπεζούντα, ο Μυστράς το Δεσποτάτο της Ηπείρου, όπου και δημιουργήθηκε το δεύτερο ελληνικό κέντρο πάνω στα ερείπια του κατεχομένου Βυζαντίου. Κυριότεροι από τους λογίους του 13ου αιώνα στις περιοχές αυτές είναι ο Ιωάννης Απόκαυκος, Γεώργιος Βαρδάνης, και Δημήτριoς Χωματιανός.
          Στην περίοδο των Παλαιολόγων διαγράφεται και η τελευταία αναλαμπή των γραμμάτων μέσα στο χώρο της Βασιλεύουσας. Τα ονόματα του Παχυμέρη και Πλανούδη ενώνονται στη νέα πνευματική άνθιση. Η θεολογία εθνικοποιείται αλλά η φιλοσοφία στρέφει την περιέργειά της περισσότερο προς τη Δύση παρά προς την Ανατολή: Τα δύο αυτά ρεύματα μπορεί να τα διακρίνει κανείς στο 14ο αιώνα, σε δύο μεγάλες φυσιογνωμίες: του Μετοχίτη και του Μελιτινιώτη. Η κρίση των Ησυχαστών θα τονίσει περισσότερο τα δυο αυτά ρεύματα. Ένθερμος υπερασπιστής της κίνησης των Ησυχαστών ο Γρηγόριος Παλακάς και ο Καβασίλας βρίσκουν αντιμέτωπους το Νικηφόρο Γρηγορά και το Δημήτριο Κυδωνιέα.
           Ο 15ος αιώνας εκπροσωπείται φιλοσοφικά από τον Πλήθωνα Γεμιστό. Γεμάτος ενθουσιασμό για την αρχαία Ελλάδα στέκεται συνεχιστής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο Πλήθων ένας πραγματικός ανθρωπιστής είναι στενά συνδεμένος με την Ιταλία.
          Στον 11ο αιώνα ο Μιχαήλ Ψελλός, στο 12ο ο Ιωάννης ο Ιταλός στο 13ο ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, αφιέρωσαν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους στη φιλοσοφία, ο Ψελλός ειδικά στον Πλάτωνα, οι άλλοι στον Αριστοτέλη. Η μάχη μεταξύ των δύο φιλοσοφικών κινήσεων του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, που τόσο χαρακτηρίζει το Μεσαίωνα είχε ιδιαίτερη απήχηση την εποχή της έριδας των Ησυχαστών. Κατ' αυτούς τους τρόπους είχε δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα μέσα στο οποίο έδρασε η δυνατή και συνάμα ενδιαφέρουσα προσωπικότητα του Πλήθωνα. Στους χρόνους των Παλαιολόγων η ρητορεία έχει να επιδείξει το Γρηγόριο (Γεώργιο) Πατριάρχη από την Κύπρο το Νικηφόρο Χούμνο, ο οποίος και κηρύσσει τον ιταλικό ανθρωπισμό και τη Δυτική Αναγέννηση.
            Η ιστοριογραφία, με τα γεγονότα της εποχής έχει να επιδείξει αξιόλογους συγγραφείς όπως τον Ιωάννη VΙ Καντακουζηνό, Νικηφόρο Γρηγορά, Δόντια, και το Φραντζή. Η ελληνική χρονογραφία γραμμένη στη δημώδη γλώσσα μας έδωσε το "Χρονικόν του Μορέως", με περισσότερους από εννέα χιλιάδες στίχους, και φέρει και σφραγίδα της δυτικής επίδρασης. Άλλο μυθιστόρημα σε έμμετρη σύνθεση είναι ο "Λίβιστρος και η Ροδάμνη" και "Βέλθανδρος και Χρυσάντζα".
            Η Αναγέννηση των γραμμάτων στους χρόνους των Παλαιολόγων είχε τις ρίζες της σε παλαιότερους χρόνους και μάλιστα στην πνευματική άνθιση που συντελέστηκε κατά την εποχή των Κομνηνών. Η λατινική κυριαρχία απέκοψε το συνδετικό κρίκο που συνέδεε τις δυο αυτές εποχές, αλλά βρήκαν τη συνέχειά τους στην έντονη πνευματική κίνηση της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας με το Νικηφόρο Βλεμμύδη και τους φωτισμένους αυτοκράτορες της δυναστείας των Λασκαρίδων.
             Έτσι οι Παλαιολόγοι παρέλαβαν την πνευματική δάδα και μεταλαμπάδευσαν το φως στην Πρωτεύουσα. Εκεί συντελέστηκε μια καινούργια αναγέννηση της παιδείας, και ιδίως στο 13ο και 14ο αιώνα. Κατόπιν, η απειλή των Τούρκων επέφερε και τη σιγανή πτώση της στην Κωνσταντινούπολη και οι καλύτερες διάνοιες του 15ου αιώνα όπως ο Βησσαρίων και ο Πλήθων Γεμιστός, μετέθεσαν τη δραστηριότητά τους στην Πελοπόννησο, στο Μυστρά, εκεί όπου η τουρκική απειλή μπορούσε να τους βρει πολύ πιο δύσκολα παρά μέσα στην ίδια την Πόλη και τη Θεσσαλονίκη. Η πτώση του Βυζαντίου στην κυριαρχία των Τούρκων το 1453 είχε ως συνέπεια το φύσημα του καθαρού και αγνού αέρα της ελληνικής σκέψης από την Ανατολή στη Δύση και την αναμφισβήτητη συμβολή του στην Ιταλική Αναγέννηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου