Σελίδες

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ β΄ μέρος

 
 
 

        ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ          ΑΚΟΙΜΗΤΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

         Υποδειγματική διάρθρωσις και τάξις
                Ποιοι ήσαν οι βαθμοφόροι; Πρώτοι φυσικά στην σειρά ήσαν οι αξιωματικοί, πού εκαλούντο άρχοντες, κοινώς κεφαλάδες και μάλιστα «άρχοντες από σπαθίου», για να διακρίνωνται από τούς πολιτικούς υπαλλήλους, πού και αυτοί ονομάζονταν άρχοντες. Τρεις είναι οι κατηγορίες των βαθμοφόρων:
1. Οι ανώτεροι αξιωματικοί, οι «εμφανείς» (στρατηγός, υποστράτηγος, μεράρχης).
2. Οι κατώτεροι αξιωματικοί, οι «μικρότεροι» (μοιράρχης, ταγματάρχης). Σ’ αυτούς πρέπει να προσθέσωμε τούς ιλάρχους και τούς εκατοντάρχους, οι οποίοι έχουν πειθαρχική δικαιοδοσία υπαξιωματικών, λογίζονται όμως ως αξιωματικοί, δηλ. «άρχοντες».
3. Οι υπαξιωματικοί ή «επίλεκτοι», ήτοι ό πεντηκόνταρχος, ό δέκαρχος και ό τετράρχης.
          Στο «Στρατηγικόν» τού Μαυρικίου διαγράφονται τα προσόντα πού πρέπει να έχουν οι άρχοντες των διαφόρων βαθμών, ειδικώτερα δε το αναφερόμενο στις απαιτούμενες για τον στρατηγό ιδιότητες αποτελεί ένα θαυμάσιο κείμενο διοικητικής φιλολογίας, πού θα απεδέχοντο στους θεσμούς των και οι σημερινοί στρατοί.
          Ο Αυτοκράτωρ διόριζε τούς στρατηγούς κατά τις εκστρατείες και τούς διοικητάς των Θεμάτων. Εκείνοι δε διόριζαν τούς αξιωματικούς στα υπό τις διαταγές των στρατεύματα και μόνον για τούς υποστρατήγους έπρεπε να ζητήσουν την έγκρισι τού Αυτοκράτορος. Και τούτο, γιατί ό υποστράτηγος ανελάμβανε την διοίκησι τού στρατεύματος όταν ό στρατηγός αδυνατούσε να την ασκήση. Τούς υπαξιωματικούς διόριζε ό ταγματάρχης.
            Ή προαγωγή στον ανώτερο βαθμό γίνεται κατ’ απόλυτη εκλογή, με κριτήρια την εμπειρία και την γενναιότητα, αλλά και την εύνοια. Ημπορούσαν οι υπαξιωματικοί να γίνουν αξιωματικοί; Δεν μάς είναι γνωστό. Το πιθανώτερο είναι ότι έφθαναν ως τον βαθμό τού ιλάρχου (πού ήταν ό πρώτος εκατόνταρχος τού τάγματος), το πολύ δε ως τον βαθμό τού ταγματάρχη.

          «Η πειθαρχία κατ’ αρχήν, ή οργάνωσις και ή τακτική ακολουθούν». Αυτό είναι το βασικό δόγμα τού Στρατιωτικού Κώδικος. Δεν επιτρέπεται άγνοια και γι’ αυτό είναι επιφορτισμένοι οι βαθμοφόροι να τον γνωστοποιούν στους στρατιώτες με τις «θεωρίες» (δηλ. ειδικές ομιλίες). Τέσσερα είναι τα βασικά μέρη τού πειθαρχικού Κώδικος: ή υπακοή στους ανωτέρους, ή στρατιωτική τιμή, ή εσωτερική υπηρεσία και οι σχέσεις με τούς πολίτες.

1. Η υπακοή είναι απόλυτη και παθητική. Σύμβολο είναι ή σιωπή. Δεν πρέπει συνεπώς να δίνουν στις μονάδες υπερβολικό προσωπικό, γεγονός πού δημιουργεί αναπόφευκτη την αταξία. Η αδράνεια προκαλεί χαλάρωσι τής πειθαρχίας. Η απείθεια και ή βιαιοπραγία κατά τού ανωτέρου τιμωρούνται ανάλογα με τον βαθμό πού φέρει ό ανώτερος. Εφ’ όσον υπάρχουν αιτήματα και παράπονα, φθάνουν στην «κεφαλή», διά τής Ιεραρχικής οδού. «Εάν τις στρατιώτης αδικηθή υπό τινος, τώ άρχοντι εγκαλείτω. Εί δέ παρά τού άρχοντος αδικηθή τω μείζονι άρχοντι τού τάγματος εγκαλείτω» (μείζων άρχων ήτο ό ταγματάρχης).
2, Η στρατιωτική τιμή. Από την παράβασί της προέρχονται τα εγκλήματα τής προδοσίας, τής εγκαταλείψεως θέσεως, τής φυγής εμπρός εις τον εχθρό και τής απωλείας τής σημαίας. Η δειλία.
3. Εσωτερική υπηρεσία. Η κακή συντήρησις των όπλων, ή απώλειά τους, ή οκνηρία, ή μη συμμόρφωσις στις διατασσόμενες κινήσεις, έν πορεία ή στο στρατόπεδο, αποτελούν αδικήματα πειθαρχικά.
4. Οι σχέσεις με τούς πολίτες. Όποιος δεν αποδίδει το ζώον ή το αντικείμενο, το οποίον έκλεψε, ή προκαλεί ζημία σε ένα πολίτη, τιμωρείται δίνοντας αποζημίωσι διπλασία τής αξίας τού αντικειμένου ή τού ζώου. Ιδιαίτερη ευθύνη έχει ό στρατηγός, πού οφείλει να σέβεται τις καλλιέργειες και, όταν χρειασθή να τις διασχίση, να επανορθώση τις ζημίες. Για τούς παραβάτες προβλέπονται ποινές. Εν καιρώ ειρήνης ό φόβος τής τιμωρίας συγκρατεί τον στρατιώτη στο καθήκον. Την πειθαρχική δικαιοδοσία ασκούν ό στρατηγός και οι αξιωματικοί, σε πολλές δέ περιπτώσεις διαπιστώνομε την θέσι και την σημασία ενός βαθμού στην ιεραρχική κλίμακα, από την πειθαρχική δικαιοδοσία πού ασκεί ό κατέχων τον βαθμό.

            Ποινές είναι: τα πρόστιμα (σε νομίσματα), οι σωματικές τιμωρίες («πύπτονται διά τής ράβδου») μετάθεσις σε άλλη μονάδα, έκπτωσις από τον βαθμό, απομάκρυνσις από το στράτευμα, ακρωτηριασμοί και θάνατος. Παραδείγματα: «Εσχάτως τιμωρείται» (δηλ. με θάνατον) όποιος σηκώση ράβδον και κτυπήση τον προϊστάμενό του αξιωματικό, «εναντιωθή τω μείζονι άρχοντι» (δηλ. στον ταγματάρχη), πωλήση ή χάση τα όπλα του κ.λπ. «Τύπτεται ήγουν ισχυρώς και κραταιώς δέρεται» όποιος κλέψη όπλα από συστρατιώτη του. Τού κόβουν δέ τα χέρια, αν κλέψη υποζύγια, «διότι τα υποζύγια αναγκαιότερα των όπλων εισίν». Η υπέρβασις αδείας απουσίας ετιμωρείτο κατά τις περιστάσεις με μετάθεσι σε άλλο τάγμα, αυστηρότερα δε ή απουσία χωρίς άδεια. Η λιποταξία ετιμωρείτο πολύ αυστηρά, όταν ήταν ομαδική. Η υποτροπή σε κάθε περίπτωσι είναι επιβαρυντικό στοιχείο.
           Ελαφρυντικά ελαμβάνοντο ύπ’ όψιν. Τέτοια ήσαν ή μέθη, ή ασθένεια, ή στοργή πρός τούς οικείους, ή καταδίωξις δούλου. Ο στρατηγός πρέπει να εξηγή την αιτία πριν επιβάλη την τιμωρία. Όποιος ασκεί την πειθαρχική δικαιοδοσία οφείλει να παραβλέπη ορισμένα παραπτώματα και να μεταχειρίζεται την επιείκεια, ακόμη δέ την καλωσύνη και την φιλανθρωπία.
           Και οι παραβάσεις όμως των ανωτέρων ετιμωρούντο αυστηρά. «Πας βουλόμενος» ημπορούσε να κατηγορήση τούς «άρχοντας», αν διέπρατταν κλοπή ή άλλη παρανομία. Από τον κανόνα αυτόν δεν εξηρούντο οι στρατηγοί, τούς οποίους ημπορούσαν να καταγγείλουν στον Αυτοκράτορα ή τον «επίσκοπόν» του (αντιπρόσωπό του).

          Για τον οπλισμό οι Βυζαντινοί είχαν υιοθετήσει ό,τι καλύτερο είχε ή εποχή τους, ακολουθώντας την αρχή «φρόντιζε να αποσπάσης από τον αντίπαλο το μυστικό τής επιτυχίας του». Μολονότι δέ αντιμάχονταν την σχετική συνήθεια των Ευγενών της Περσίας, πού καταστόλιζαν τα όπλα τους με κοσμήματα και πολύτιμα πετράδια, έν τούτοις απέδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην επιβλητική εμφάνισί τους. «Όσον ευσχήμων έν τή οπλίσει ό στρατιώτης είναι, τοσούτον και αυτού προθυμία προσγίνεται και τοις εχθροίς δειλία». Αυτό γράφει ό Μαυρίκιος στο Στρατηγικό» του.
      
          Τα όπλα τους διακρίνονται στα φορητά και βαρέα, πού ελέγοντο και «μάγγανα». Τα φορητά υποδιαιρούνται σε αμυντικά και επιθετικά. Πέραν άπ’ αυτά υπήρχε ή πανοπλία.
          Ας έλθωμε όμως τώρα στο θέμα τής ενδυμασίας και των στολών. Την ενδυμασία χορηγούσε το κράτος, τα εσώρουχα όμως ήσαν εις βάρος τού στρατιώτη. Τα ενδύματα είναι ευρύχωρα και‚ πρακτικά: ό χιτώνας, ό μανδύας, τα υποδήματα και ή καλύπτρα ή σκιάδιο. Ο χιτώνας (ή ζωστάριον) κατεσκευάζετο από λινό ή μάλλινο ύφασμα (για το θέρος ή τον χειμώνα), εστερεώνετο στους ώμους με ιμάντες ή δακτυλίους και είχε ζώνη στην μέση. Ήταν μακρύτερος στους ιππείς και κοντύτερος στους πεζούς. Ο μανδύας (ή γουνίον) ήταν από κένδουκλο (τρίχινο ύφασμα), σαν την κάππα των ορεινών χωρικών μας. Κι ό μανδύας στους πεζούς ήταν βραχύτερος από τον μανδύα των ιππέων. Τα υποδήματα, ελαφρά και στερεά, καρφωτά, με πλατυκέφαλα καρφιά από κάτω. Η καλύπτρα (ή σκιάδιο) από ύφασμα, στενώτερο πρός τα επάνω, εκάλυπτε το κεφάλι τού στρατιώτη, πού ήταν «κεκαρμένον έν χρω».
           Ο στρατιώτης όμως είχε και άλλα είδη εξαρτύσεως: το φλασκίν, δηλ. υδροδοχείο ή παγούρι, τα πουγγία ή θηκάρια για τα τρόφιμα, τα θηκάρια για τα «τζικούρια» κ.λπ., το δερμάτινο σακκίδιο όπου έβαζαν τα βέλη, τις αμοιβές χορδές, τα λωρία ή ιμάντες για το κρέμασμα τής σπάθης κ.λπ. Στους ιππείς προστίθενται και τα είδη ιπποσκευής, με βασικό, φυσικά, την σέλλα. Άλλα είδη είναι: ό χαλινός, το σακκίδιο για την βρώμη τού ζώου, το τριχωτό κάλυμμα για τα πλευρά του και στολίσματα διάφορα (θύσανοι, λοφία, υποσιαγόνιο κ.λπ.).
          Πολυτελείς ήσαν οι στολές των ανωτέρων αξιωματικών, πολυτελέστατη δέ των στρατηγών. Αυτοί έφεραν «σκιάδιον χρυσοκόκκινον κλαπωτόν», χλαμύδα (δηλ. μανδύα) από πολύτιμο μεταξωτό ύφασμα και χιτώνες μεταξωτούς χρυσοκέντητους. Τα υποδήματά τους, ανάλογα με το σχήμα, ελέγοντο σάνδαλα ή παραπόδια, κοινώς «παπούτζαι».

           Τι έτρωγε ό Βυζαντινός στρατιώτης; «Όποιος δεν φροντίζει διά τας ανάγκας των στρατευμάτων του θα νικηθή χωρίς μάχην». «Η οικονομία πρέπει να επικρατή στην υπηρεσία τού εφοδιασμού». Με βάσι αυτές τις αρχές, ή τροφοδοσία πρέπει να απασχολή τον στρατηγό περισσότερο από την εκπαίδευσι και τις «Θεωρίες». Στην εκστρατεία είναι το πρώτο μέλημα, πριν από την εκλογή και την εγκατάστασι τού «απλήκτου»,δηλ. τού στρατοπέδου. Το να ζή ό στρατός από τούς πόρους τής χώρας απετέλεσε ανέκαθεν το ιδανικό των εμπολέμων. Γι’ αυτό επιλέγουν τις κατάλληλες περιοχές, όπου υπάρχουν τροφές για τούς άνδρες και τα ζώα, όπου υπάρχει νερό. Όπου δεν υπάρχουν φυσικές πηγές, ανοίγουν πηγάδια και κατασκευάζουν δεξαμενές ή μεταφέρουν το νερό με μεταγωγικά, μέσα σε ασκούς και βυτία.
           Αν ή χώρα είναι πτωχή, ό στρατός πρέπει να φέρνη μαζί του τρόφιμα και τούτο γίνεται με την εφοδιοπομπή (το «τούλδον»), την οποία συνοδεύουν κοπάδια ζώων, για να έχουν νωπό κρέας. Μεταφέρουν επίσης σίτον και κριθή, πού αλέθουν με χειρομύλους και αρτοποιούν στα διάφορα σημεία τής πορείας τους.
          Αν ήταν δυνατό να ανοίξωμε το σακκίδιο ενός στρατιώτη τού Βυζαντίου, θα εβρίσκαμε μέσα σ’ αυτό κρέας παστωμένο, ψωμί, γαλέττα, αλεύρι, κεχρί, κριθή ή βρώμη και, στο «φλασκίν», νερό. Το κρασί απαγορεύεται ως επικίνδυνο. Ή μερίδα τού ψωμιού κατά στρατιώτη είναι 1 - 2 λίβρες.
Εκτός από τις άλλες παροχές σε είδος (ιματισμό, τροφή, οπλισμό κ.λπ.) ό στρατιώτης έπαιρνε και μισθό, πού ελέγετο «χρυσική ρόγα» και εποίκιλλε ανάλογα με τον βαθμό, την ειδικότητα και εργασία (ιππέας ή πεζός, στρατιώτης ή υπηρέτης) και τον χρόνο υπηρεσίας.

          Δεν γνωρίζομε ποιο ήταν το ύψος των μισθών. Στην «Βασίλειον Τάξιν» τού Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου ευρίσκομε ορισμένες ενδείξεις, όπως ποιό μισθό ελάμβαναν οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί κατά την εκστρατεία τού Ιμερίου στην Κρήτη (έτος 902), ποίοι ήσαν οι μισθοί των στρατηγών, των διοικητών των Θεμάτων, καθώς και των διαφόρων επιτελών και υπαλλήλων των. Ο Γερμανός καθηγητής Γκέλτσερ, στο βιβλίο του «Η Γένεσις των Βυζαντινών Θεμάτων» (Λειψία 1889) μάς δίνει μία εκτίμησι για τον μηνιαίο μισθό των αξιωματικών και υπαξιωματικών τού Βυζαντίου. Στρατηγός 36 λίτρες χρυσού (1 λίτρα= 1000 χρυσά φράγκα), υποστράτηγος 24 λίτρες, μεράρχης 12, μοιράρχης 6, ταγματάρχης 3, εκατόνταρχος 2, δέκαρχος 1.
           Εκτός όμως από τον κανονικό μισθό, οι στρατιώτες ελάμβαναν και επιδόματα: πριν από κάθε εκστρατεία το «πρόχειρον», πού ήταν έκτακτη χορηγία, κατά δέ την εκστρατεία και στο τέλος αυτής διάφορα δώρα, «τας φιλοτιμίας», καθώς και μερίδιο από τα λάφυρα και τούς αιχμαλώτους (πού τούς πουλούσαν σαν δούλους ή τούς ελευθέρωναν, έναντι γενναίων λύτρων). Ένα από τα χαρακτηριστικά και μυστικά ίσως τής επιτυχίας των μεγάλων στρατηγών και βασιλέων ήταν ή σ’ αυτές τις περιπτώσεις γενναιοδωρία.
       Εκτός άπ’ αυτό, ορισμένη κατηγορία στρατιωτών ελάμβανε επιμίσθιο, το λεγόμενο «φαμιλιάρικο», πού ακάλυπτε την συντήρησι τού υπηρέτη ή τής ακολουθίας του γενικά. «Φαμηλιάρικα» ελάμβαναν οι ανώτεροι διοικηταί, αλλά και οι ιππείς, για να συντηρούν τούς «πάλλικας» (δούλοι ή ελεύθεροι νέοι πού επεριποιούντο τον ίππο, εκτελούσαν διάφορες αγγαρείες, επορεύοντο με τα μεταγωγικά και κατά την μάχη παρέμεναν στο στρατόπεδο). Φαμηλιάρικο δεν κατεβάλλοντο στους ευπόρους, πού αντιμετώπιζαν τα σχετικά έξοδα έξ ιδίων, Όχι δέ ολίγοι από τούτους συντηρούσαν μεγάλη ακολουθία ανδρών, πού ελέγοντο βουκελλάριοι ή «ειδικοί» και υπήκουαν μόνο στον άρχοντά τους, τον οποίο συχνά υποστήριζαν στις προσωπικές του φιλοδοξίες. Εξ άλλου οι νοσοκόμοι ελάμβαναν από ένα νόμισμα για κάθε τραυματία στρατιώτη, πού διέσωζαν.
        Γενικά, οι όροι στρατεύσεως δεν ήσαν επαχθείς στο Βυζάντιο. Οι πτωχοί πληθυσμοί των διαφόρων περιοχών προθύμως έσπευσαν στις τάξεις τού στρατού. Χάρις στους συχνούς πολέμους, το έσοδο τού στρατιώτη υπερέβαινε τα έξοδα. Αν ή ειρήνη διαρκούσε πολύ, ό στρατός διελύετο. Αν, πάλι, ή εκστρατεία δεν ήταν καρποφόρα, ό στρατός εστασίαζε!
       
         Στην κίνησι των στρατευμάτων ξεχωριστή θέσι έχουν τα είδη στρατοπεδείας, πού είναι οι σκηνές και τα απαραίτητα για την εγκατάστασί τους εργαλεία. Μέρος άπ’ αυτά είναι εμπιστευμένο στους άνδρες, τα άλλα μεταφέρονται με τα μεταγωγικά. Υπήρχαν τέσσαρα είδη σκηνών:
* Η μεγάλη σκηνή, το «κοντουβέρνιον», δανεισμένη από τούς Άβάρους, πού είναι ωραία και βολική. Στεγάζει ομάδα δέκα ανδρών, πού αποτελεί και την μονάδα στρατοπεδείας. Είναι βαρειά και μεταφέρεται με το μεταγωγικό.
* Η μικρή σκηνή, πού μεταφέρεται από το άλογο τής υπηρεσίας. Εφ’ όσον διετίθετο ίνα άλογο για κάθε τρεις ή τέσσερις άνδρες, φαίνεται ότι τόσοι θα ήσαν οι άνδρες πού εξυπηρετούσε.
* Ή σκηνή καταφύγιο, «καμάρδα», πού και αυτή μετεφέρετο από το άλογο τής υπηρεσίας. Ήταν ένα είδος διπλού μανδύα.
* Ο σάκκος με λεπτό δέρμα, πού είχε κάθε ιππεύς μαζί του και χρησίμευε για το λωρίκιο και για σκέπασμα την νύκτα.
         Χάρις στην ποικιλία των φορητών αυτών καταφυγίων ό στρατιώτης ήταν προστατευμένος, ακόμη και σε μιά έρημη και αφιλόξενη χώρα. Ως προς τα εργαλεία στρατοπεδείας αυτά ήσαν αξίνες, φτυάρια, πριόνια, ψαλίδια, κλαδευτήρια και τα βοηθητικά τούτων: ακόνι, μαχαίρια, κάνιστρα, σάκκοι κ.λπ.
 
ΜΑΡ. Γ. ΣΙΜΨΑΣ
Αρχιπλοίαρχος


Πηγή: Περιοδικό Ιστορία, Τευχ. 71, Μάιος 1974.

         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου