αναδημοσίευση από τη σελίδα http://1dimplagiarist.blogspot.gr/
Αίθουσα 5:Οι δυναστείες των βυζαντινών αυτοκρατόρων
Με εποπτικά κυρίως μέσα προβάλλονται στην αίθουσα οι δυναστείες των βυζαντινών αυτοκρατόρων, από τον Ηράκλειο (610-641) έως τον Κωνσταντίνο ΙΑ' Παλαιολόγο (1449-1453). εκτίθενται επίσης μαρμάρινη επιγραφή με αναφορά σε αυτοκράτορες αλλά και νομίσματα, που αποτελούσαν τον κύριο φορέα της αυτοκρατορικής ιδεολογίας.
Αίθουσα 6: Το βυζαντινό κάστρο
Εξετάζεται το φαινόμενο της ίδρυσης του βυζαντινού κάστρου,το οποίο επικρατεί ως νέος οικιστικός τύπος κατά τη βυζαντινή περίοδο.Από τον 6ο έως το 14ο αι. πολλά κάστρα κτίστηκαν από την Αδριατική και τη Θεσσαλονίκη μέχρι την Κωνσταντινούπολη ,σε σημεία που άλλοτε υπήρχαν σταθμοί της ρωμαϊκής Εγνατίας οδού,εξυπηρετώντας ανάγκες άμυνας και κατοικίας.
Το ιστορικό της ίδρυσης του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού
H ίδρυση το 1994 του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη, τη «βυζαντινότερη» πόλη του σύγχρονου ελληνικού κράτους, σηματοδοτεί το τέλος μιας ιστορίας που είχε αρχίσει από πολύ παλαιότερα, λίγο μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1912.Τότε, τον Αύγουστο του 1913, με διάταγμα του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας Στέφανου Δραγούμη αποφασίστηκε η ίδρυση "Κεντρικού Βυζαντινού Μουσείου" στη Θεσσαλονίκη. Με πρόταση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιου ως χώρος στέγασης του μουσείου ορίστηκε ο ναός της Αχειροποιήτου. Η απόφαση αυτή, όμως, δεν υλοποιήθηκε. Αντί της Αχειροποιήτου ορίστηκε με κυβερνητικό διάταγμα του 1917 ως Μακεδονικό μουσείο η Ροτόντα, όπου συγκεντρώθηκε πλήθος χριστιανικών γλυπτών, μέρος των οποίων ήταν εκτεθειμένο μέσα στο μνημείο μέχρι τους σεισμούς του 1978. Εν τω μεταξύ το 1914 ιδρύθηκε στην Αθήνα το «Χριστιανικόν και Βυζαντινόν Μουσείον» και το 1916 μεταφέρθηκαν μαζικά στην Αθήνα, «για λόγους προστασίας» αρχαιότητες από τη Θεσσαλονίκη που τελικά εντάχθηκαν στη συλλογή του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας.
H ίδρυση το 1994 του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη, τη «βυζαντινότερη» πόλη του σύγχρονου ελληνικού κράτους, σηματοδοτεί το τέλος μιας ιστορίας που είχε αρχίσει από πολύ παλαιότερα, λίγο μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1912.Τότε, τον Αύγουστο του 1913, με διάταγμα του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας Στέφανου Δραγούμη αποφασίστηκε η ίδρυση "Κεντρικού Βυζαντινού Μουσείου" στη Θεσσαλονίκη. Με πρόταση του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιου ως χώρος στέγασης του μουσείου ορίστηκε ο ναός της Αχειροποιήτου. Η απόφαση αυτή, όμως, δεν υλοποιήθηκε. Αντί της Αχειροποιήτου ορίστηκε με κυβερνητικό διάταγμα του 1917 ως Μακεδονικό μουσείο η Ροτόντα, όπου συγκεντρώθηκε πλήθος χριστιανικών γλυπτών, μέρος των οποίων ήταν εκτεθειμένο μέσα στο μνημείο μέχρι τους σεισμούς του 1978. Εν τω μεταξύ το 1914 ιδρύθηκε στην Αθήνα το «Χριστιανικόν και Βυζαντινόν Μουσείον» και το 1916 μεταφέρθηκαν μαζικά στην Αθήνα, «για λόγους προστασίας» αρχαιότητες από τη Θεσσαλονίκη που τελικά εντάχθηκαν στη συλλογή του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας.
Το
θέμα ίδρυσης του μουσείου επανήλθε στην επικαιρότητα μετά την
μεταπολίτευση, το 1975. Το 1977 προκηρύχθηκε πανελλήνιος αρχιτεκτονικός
διαγωνισμός στον οποίο βραβεύθηκε η μελέτη του αρχιτέκτονα Κυριάκου
Κρόκου.Το Μάρτιο του 1989 έγινε η θεμελίωση του κτιρίου, το οποίο
ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε τον Οκτώβριο του 1993. Τον Ιούνιο του 1994
επιστράφηκαν από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη οι αρχαιότητες που είχαν
μεταφερθεί εκεί το 1916, μέρος των οποίων παρουσιάστηκε στην έκθεση
«Βυζαντινοί θησαυροί της Θεσσαλονίκης. Το ταξίδι της επιστροφής» με την
οποία έγιναν τα εγκαίνια του Μουσείου στις 11 Σεπτεμβρίου 1994.Οι 11
αίθουσες της μόνιμης έκθεσης, άνοιξαν στο κοινό σταδιακά από το 1997 έως
τις αρχές του 2004.
Κυριάκος Κρόκος (1941-1998)Το
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στεγάζεται σε ένα σύγχρονο κτίριο έκτασης
11.500 τ.μ., εκ των οποίων 3.000 τ.μ. περίπου καταλαμβάνει ο χώρος της
μόνιμης έκθεσης. Το κτίριο κατασκευάστηκε
μεταξύ των ετών 1989-1993 σε σχέδια του προικισμένου αρχιτέκτονα
Κυριάκου Κρόκου (1941-1998), μιας προσωπικότητας στοχαστικής και
ποιητικής. «Ήθελα ένα χώρο που η κίνηση μέσα σ' αυτόν να δίνει
ένα αίσθημα ελευθερίας ανακινώντας τις αισθήσεις και όπου το έκθεμα θα
ήταν η έκπληξη μέσα στην κίνηση. Ήθελα ν' αποφύγω τον καταναγκασμό του
μουσείου που επιβάλλει να δεις ένα σωρό έργα στη σειρά, γιατί θυμόμαστε
το σκίρτημα απ' το εσωτερικό ενός ξωκλησιού αλλά ξεχνάμε συνήθως τα έργα
που βλέπουμε στα μουσεία.»
Τι θα δούμε στο μουσείο
Παλαιοχριστιανική ή πρωτοβυζαντινή περίοδος (αίθουσες1,2,3)
Η παλαιοχριστιανική ή πρωτοβυζαντινή περίοδος (4ος-7ος αι.) αρχίζει με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 και τη μεταφορά σε αυτή από τη Ρώμη της έδρας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αυτή η μετατόπιση του κέντρου βάρους στην Ανατολή, καθώς και η θέσπιση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του κράτους, άλλαξαν το πρόσωπο της αυτοκρατορίας, κάνοντας έντονο το θρησκευτικό χαρακτήρα του. Η αλλαγή αυτή έγινε σταδιακά, ενώ η συνέχεια και η επιβίωση στοιχείων της προηγούμενης περιόδου σε όλους τους τομείς διαπέρασε τη ζωή της αυτοκρατορίας. | |
Αίθουσα 1: Ο παλαιοχριστιανικός ναός
Η υποστήριξη του χριστιανισμού από τον Μ. Κωνσταντίνο (324-337) και η αναγνώρισή του από τον Μ. Θεοδόσιο (379-95) ως επίσημης θρησκείας του κράτους ενίσχυσαν τον ρόλο της Εκκλησίας. Επακόλουθη ήταν η ανάγκη για τη δημιουργία ενός λατρευτικού χώρου αντάξιου της νέας κατάστασης. Ο κυρίαρχος τύπος παλαιοχριστιανικού ναού ήταν η βασιλική, ορθογώνιο κτίριο με κιονοστοιχίες που το χωρίζουν σε κλίτη, με κόγχη στην ανατολική πλευρά, στεγασμένο με ξύλινη στέγη.
Η υποστήριξη του χριστιανισμού από τον Μ. Κωνσταντίνο (324-337) και η αναγνώρισή του από τον Μ. Θεοδόσιο (379-95) ως επίσημης θρησκείας του κράτους ενίσχυσαν τον ρόλο της Εκκλησίας. Επακόλουθη ήταν η ανάγκη για τη δημιουργία ενός λατρευτικού χώρου αντάξιου της νέας κατάστασης. Ο κυρίαρχος τύπος παλαιοχριστιανικού ναού ήταν η βασιλική, ορθογώνιο κτίριο με κιονοστοιχίες που το χωρίζουν σε κλίτη, με κόγχη στην ανατολική πλευρά, στεγασμένο με ξύλινη στέγη.
Αίθουσα 2: Παλαιοχριστιανική κατοικία
Στη δεύτερη αίθουσα παρουσιάζονται η οργάνωση της πόλης, όψεις της οικονομικής ζωής, η οικοτεχνία, η κατοικία και ο εξοπλισμός της, η ένδυση και ο καλλωπισμός. Τον κεντρικό χώρο της αίθουσας καταλαμβάνει το δωμάτιο υποδοχής (τρικλίνιο) μιας οικίας, διακοσμημένο με ψηφιδωτό δάπεδο και με καλά διατηρημένες τοιχογραφίες.
Η αίθουσα όπου μέχρι τώρα γινόταν το πρόγραμμα ¨Όψεις της καθημερινής ζωής στην παλαιοχριστιανική εποχή"
Αίθουσα 3: Από τα Ηλύσια Πεδία στον Χριστιανικό Παράδεισο
Διερευνώνται τα στοιχεία της αρχαίας παράδοσης που επιβίωσαν στις χριστιανικές ταφές, παράλληλα με τις θεμελιακές αλλαγές που επέφερε στα ταφικά έθιμα η χριστιανική θρησκεία. Στην αίθουσα εκτίθενται τάφοι με ζωγραφική διακόσμηση, επιτύμβιες επιγραφές και αντικείμενα με τα οποία θάβονταν οι άνθρωποι της εποχής, όπως κεραμικά ή γυάλινα αγγεία και κοσμήματα.
Στη δεύτερη αίθουσα παρουσιάζονται η οργάνωση της πόλης, όψεις της οικονομικής ζωής, η οικοτεχνία, η κατοικία και ο εξοπλισμός της, η ένδυση και ο καλλωπισμός. Τον κεντρικό χώρο της αίθουσας καταλαμβάνει το δωμάτιο υποδοχής (τρικλίνιο) μιας οικίας, διακοσμημένο με ψηφιδωτό δάπεδο και με καλά διατηρημένες τοιχογραφίες.
Η αίθουσα όπου μέχρι τώρα γινόταν το πρόγραμμα ¨Όψεις της καθημερινής ζωής στην παλαιοχριστιανική εποχή"
Το τρικλίνιο (βρέθηκε στην Άνω Πόλη) |
Το τρικλίνιο |
Διερευνώνται τα στοιχεία της αρχαίας παράδοσης που επιβίωσαν στις χριστιανικές ταφές, παράλληλα με τις θεμελιακές αλλαγές που επέφερε στα ταφικά έθιμα η χριστιανική θρησκεία. Στην αίθουσα εκτίθενται τάφοι με ζωγραφική διακόσμηση, επιτύμβιες επιγραφές και αντικείμενα με τα οποία θάβονταν οι άνθρωποι της εποχής, όπως κεραμικά ή γυάλινα αγγεία και κοσμήματα.
Η
μεσοβυζαντινή περίοδος (8ος-12ος αι.) χαρακτηρίζεται από ποικίλες
αλλαγές. Το δυτικό τμήμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας χάθηκε οριστικά κι
έτσι το κράτος απέκτησε μεγαλύτερη ομοιογένεια. Οι μεγάλες
παλαιοχριστιανικές πόλεις συρρικνώθηκαν σταδιακά ή εγκαταλείφθηκαν, λόγω
της οικονομικής κρίσης που οφειλόταν σε εχθρικές επιδρομές, επιδημίες
και σεισμούς, και στη θέση τους εμφανίστηκαν οι πόλεις - κάστρα. Η
Εκκλησία πέρασε μεγάλη κρίση στον 8ο και 9ο αιώνα με τον διωγμό των
εικόνων, την αντιμοναχική πολιτική των αυτοκρατόρων και τα νομοθετικά
μέτρα σε βάρος της εκκλησιαστικής και μοναστηριακής περιουσίας. Μετά το
τέλος της κρίσης, ωστόσο, παρατηρείται άνθηση του μοναχισμού.
Αίθουσα 4: Από την Εικονομαχία στη λάμψη των Μακεδόνων και των Κομνηνών
Η εικονομαχική έριδα, ο διωγμός δηλαδή των εικόνων, που συντάραξε την αυτοκρατορία για δύο αιώνες (8ος-9ος), είχε και κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Η εποχή που ακολούθησε (10ος-12ος αι.) -κατά την οποία κυβερνούν οι αυτοκρατορικές δυναστείες των Μακεδόνων και των Κομνηνών- χαρακτηρίζεται από πνευματική και καλλιτεχνική ακμή, που η έντονη ακτινοβολία της έχει καθοριστική πολιτιστική και πολιτική επίδραση στον τότε γνωστό κόσμο και ιδιαίτερα στους βαλκανικούς λαούς.
Η εικονομαχική έριδα, ο διωγμός δηλαδή των εικόνων, που συντάραξε την αυτοκρατορία για δύο αιώνες (8ος-9ος), είχε και κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Η εποχή που ακολούθησε (10ος-12ος αι.) -κατά την οποία κυβερνούν οι αυτοκρατορικές δυναστείες των Μακεδόνων και των Κομνηνών- χαρακτηρίζεται από πνευματική και καλλιτεχνική ακμή, που η έντονη ακτινοβολία της έχει καθοριστική πολιτιστική και πολιτική επίδραση στον τότε γνωστό κόσμο και ιδιαίτερα στους βαλκανικούς λαούς.
Αίθουσα 5:Οι δυναστείες των βυζαντινών αυτοκρατόρων
Με εποπτικά κυρίως μέσα προβάλλονται στην αίθουσα οι δυναστείες των βυζαντινών αυτοκρατόρων, από τον Ηράκλειο (610-641) έως τον Κωνσταντίνο ΙΑ' Παλαιολόγο (1449-1453). εκτίθενται επίσης μαρμάρινη επιγραφή με αναφορά σε αυτοκράτορες αλλά και νομίσματα, που αποτελούσαν τον κύριο φορέα της αυτοκρατορικής ιδεολογίας.
Αίθουσα 6: Το βυζαντινό κάστρο
Εξετάζεται το φαινόμενο της ίδρυσης του βυζαντινού κάστρου,το οποίο επικρατεί ως νέος οικιστικός τύπος κατά τη βυζαντινή περίοδο.Από τον 6ο έως το 14ο αι. πολλά κάστρα κτίστηκαν από την Αδριατική και τη Θεσσαλονίκη μέχρι την Κωνσταντινούπολη ,σε σημεία που άλλοτε υπήρχαν σταθμοί της ρωμαϊκής Εγνατίας οδού,εξυπηρετώντας ανάγκες άμυνας και κατοικίας.
Υστεροβυζαντινή περίοδος (αίθουσα 7)
Η
άλωση της Κωνσταντινούπολης στα 1204 από τους Λατίνους της Δ΄
Σταυροφορίας και η οριστική άλωσή της από τους Τούρκους στα 1453 ορίζουν
την τελευταία περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Παρόλο που ήταν μια
δύσκολη εποχή και η αυτοκρατορία έδινε αγώνα επιβίωσης, με τα
οικονομικά της σε κακή κατάσταση, με εμφυλίους πολέμους και με σταδιακή
συρρίκνωση της εδαφικής έκτασής της, η καλλιτεχνική και πνευματική
δραστηριότητα παραδόξως γνώρισαν νέα άνθηση.
Αίθουσα 7: Το Λυκόφως του Βυζαντίου (1204-1453)
Η
υστεροβυζαντινή περίοδος είναι για τη Θεσσαλονίκη εποχή μεγάλης
καλλιτεχνικής δημιουργίας που η ακτινοβολία της φτάνει και επηρεάζει το
Άγιον Όρος και τους γειτονικούς σλαβικούς λαούς.Στην
έκθεση παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικά έργα της τέχνης της περιόδου,
όπως ο γνωστός «Επιτάφιος της Θεσσαλονίκης», εικόνες και τοιχογραφίες,
καθώς και μαρμάρινες ανάγλυφες εικόνες. Μια σειρά έργων ταφικού
προορισμού δίνουν πληροφορίες για τις ταφικές συνήθειες, τη ζωγραφική,
τη γλυπτική και την προσωπογραφία της εποχής. Παρουσιάζονται επίσης το
νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης, η υαλουργία της, καθώς και κεραμικά
εργαστήρια που εντοπίστηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη.
Μεταβυζαντινή περίοδος (αίθουσες 10,11)
Η
άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους έβαλε
τέλος στη ζωή της βυζαντινής αυτοκρατορίας ως κρατικής οντότητας.
Ωστόσο, αυτή η βίαιη τομή ήταν η αρχή για ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία
του ελλαδικού χώρου, που χαρακτηρίζεται από την επιβίωση της βυζαντινής
κληρονομιάς στους υπόδουλους Έλληνες.