Κυριακή 29 Μαΐου 2016

ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΠΑΛΑΤΙ

Ιερόν Παλάτιον



                     Ιερόν Παλάτιον

           Το ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διήρκεσε πάνω από χίλια χρόνια με αλλαγές και με περιόδους συρρίκνωσης και επέκτασης είναι γνωστό σε όλους. Το ότι η μακροβιότητα αυτή στηριζόταν σε μια οικονομία με ενδιαφέρουσες και συχνά πολυσύνθετες δομές είναι γενικά λιγότερο γνωστό και αποδεκτό. Το βυζαντινό κράτος είχε στη διάθεσή του σημαντικούς πόρους, που κανένα άλλο κράτος τουλάχιστον της Δυτικής Ευρώπης δεν μπορούσε να πλησιάσει ως τα τέλη του Μεσαίωνα (η περίπτωση των ισλαμικών κρατών είναι διαφορετική από εκείνη της Δυτικής Ευρώπης).
              Σε εποχές ακμής της βυζαντινής αυτοκρατορίας (π.χ. τον 10 αιώνα) η εικόνα της προς τα έξω ήταν εικόνα πλούτου και χλιδής. Οι ταξιδιώτες που έφταναν στην πρωτεύουσα εντυπωσιάζονταν από τον πλούτο που έβλεπαν συγκεντρωμένο στην πόλη (πλούτος αληθινός αλλά ταυτόχρονα και μέσο διπλωματίας και εντυπωσιασμού, τόσο για τους ίδιους τους υπηκόους του όσο και για τους ξένους, για τους οποίους πλούτος σήμαινε ισχύς). 
            Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τις προετοιμασίες για την υποδοχή ξένων ηγεμόνων ή απεσταλμένων στο παλάτι: ασημένια πολυκάνδηλα, χρυσοΰφαντα παραπετάσματα, περσικά χαλιά, αίθουσες αρωματισμένες με τριαντάφυλλα, αξιωματούχοι παραταγμένοι με τα επίσημα ενδύματά τους, μεταξωτά και χρυσοκέντητα υφάσματα. 
             Πολύ χαρακτηριστικές είναι οι εντυπώσεις του Λιουτπράνδου επίσκοπου της Κρεμόνας, που έμεινε έκθαμβος μπροστά στην πολυτέλεια του παλατιού και τη μεγαλοπρέπεια του αυτοκράτορα, καθισμένου σε επίχρυσο θρόνο με τα αυτόματα πουλιά που τραγουδούσαν, λιοντάρια που βρυχόντουσαν κι ένας μηχανισμός που ανέβαζε το θρόνο στα ύψη πριν ο επισκέπτης σηκωθεί από την προσκύνηση.
              Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος μας λέει με πόση ακρίβεια ήταν ενορχηστρωμένα όλα αυτά και πως οι βρυχηθμοί των λιονταριών σταματούσαν ακριβώς τη στιγμή που ο ξένος απεσταλμένος έδινε τα δώρα του στον αυτοκράτορα.

                      


          Στο παρακάτω διήγημα ο Πλάτων Ροδοκανάκης (1883-1919), λογοτέχνης που εμπνεύστηκε από το Βυζάντιο, περιγράφει τον πλούτο και την μεγαλοπρέπεια του παλατιού της Βασιλεύουσας.


Το εσωτερικό βυζαντινού παλατιού




(Ἕνας Γερμανός, ὁ Σίγφρηδ, εἶχεν ὑπηρετήσει ἐπὶ ἀρκετὰ ἔτη ὡς σωματοφύλαξ τοῦ αὐτοκράτορος εἰς τὸ Ἱερὸν Παλάτιον τῆςΚωνσταντινουπόλεως. Τώρα ἔχει ἐπιστρέψει εἰς τὴν πατρίδα του κα ὶδιηγεῖται είς τοὺς δικούς του τὰς ἐντυπώσεις του).
          Πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι ἐκεῖ ποὺ φανερωνόταν ὅλη ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ βασιλιᾶ, ἦταν τὸ Χρυσοτρίκλινο· μιὰ σάλα μέσα στὸ παλάτι καὶ αὐτή. Εἶχε ὀκτὼ γωνιὲς καὶ στὸ ταβάνι θόλο. Γύρω στοὺς τοίχους ἀνοιγότανε ὀκτὼ ἀψίδες. Ἔκλειε μὲ δυὸ πόρτες ἀσημένιες. Στὶς ἄλλες ἀψίδες, κάθε φορά, ποὺ γινόταν ἐπίσημη ὑποδοχή, ἐξέθεταν ὅλα τὰ πλούτη τοῦ Παλατιοῦ, στέμματα, σμαλτωμένα χρυσαφικά, φορέματα βασιλικὰ χρυσοκέντητα, μεγάλες λεκάνες ἀσημένιες καὶ χρυσές,μεγάλα σκαλιστὰ πιάτα ἀπὸ ἀσήμι, μὲ ἄλλα λόγια ὅ,τι εἶχαν καὶ δὲν εἶχαν.
            Γιὰ νὰ κάνουν πιὸ συναρπαστικὴ ἐντύπωση, δανείζονταν ἀπὸ τὶς ἐκκλησιὲς καὶ ἀπὸ τὰ μοναστήρια ὅ,τι σπάνιο πρᾶγμα εἶχαν οἱθησαυροί του. Ἀκόμη καὶ τὸ σωματεῖο τῶν σκαλιστῶν χρυσοῦ καὶ ἀργύρου δάνειζε ὅ,τι πολύτιμο ἀντικείμενο βρισκόταν στὰ μαγαζιά των. ῎Ετσι, μέσα σ’ ὅλο τὸ Χρυσοτρίκλινο, ἐπιστρωμένο μὲ θαυμάσια μεταξωτὰ χαλιὰ τῆς Περσίας, ραντισμένα μὲ ροδοστάγματα καὶ ἄλλα πολύτιμᾳ ἀρώματα τῶν Ἰνδιῶν, κρεμασμένα ἀπὸ ἀργυρὲς ἁλυσίδες, τὰ πολυκάντηλα φώτιζαν ἕνα μυθικὸ σύνολο πλούτου φανταστικοῦ. Ἐκεῖ μέσα ἔδιναν καὶ γεύματα. Οἱ πιατέλες ἀπὸ χρυσάφι σφυρήλατο ἦταν τόσο βαριές, ὥστε δέκα ἄνθρωποι δὲν μποροῦσαν νὰ σηκώσουνμιὰ ἀπὸ αὐτές. Γιὰ τοῦτο, καὶ γιὰ νὰ προξενήσουν ἔκπληξη στοὺς μουσαφιρέους*, τὶς πιατέλες, γεμάτες φαγητά, τὶς εἶχαν κρεμασμένες ἀπὸ τὸ ταβάνι καὶ μὲ τροχαλίες ἀσημένιες τὶς κατέβαζαν τὴν ὥρα τοῦγεύματος.Τὰ χρυσὰ βάζα, γεμάτα φροῦτα τῆς Ἀνατολῆς, ἦταν τόσο κολοσσιαῖα, ὥστε τὰ κουβαλοῦσαν ἐπάνω σὲ ἀραμπαδάκια*,ταπετσαρισμένα μὲ πορφύρα.
             Στὸ τέλος τοῦ γεύματος οἱ προσκαλεσμένοι ἔπαιρναν δῶρο χρυσὰ νομίσματα μέσα σὲ σμαλτωμένα πιάτα, καὶ πυξίδες ἀπὸ ἐλεφαντόδοντο,περίφημα σκαλισμένες.Μέσα στὸ Χρυσοτρίκλινο ἐρχόταν ὅλη ἡ αὐλὴ κατὰ τὶς ἐπίσημες τελετές. 
             ῎Εκεῖ βρισκόμουν κι ἐγὼ μὲ τοὺς ἄλλους Βαράγγους, ὅπως οἱ Γραικοὶ ὀνομάζουν τὴν πολεμική ·μας ἑταιρεία. Ἐκεῖ, ἂν ἤσαστεκι ἐσεῖς, θὰ βλέπατε ὄλων τῶν χρωμάτων τὰ φορέματα. Ἄλλα εῖχαν κεντημένους ἀιτοὺς πράσινους ἤ κόκκινους, ἄλλα λιοντάρια ἄσπρα καὶ γύπες χρώματος μενεξεδένιας πορφύρας. Ὅταν ὅλοι βρίσκονταν στὴ θέση τους καὶ οἱ σιλεντιάριοι μὲ τὰ μακριὰ ἐπίχρυσα ραβδιὰ δὲν εἶχαν πιᾲ νὰ βάλουν κανένα ἀπὸ τοὺς ἐπίσημους στὴ γραμμή, ἄνοιγαν οἱ ἀσημένιες πόρτες τοῦ βάθους. Τότε,μέσα σ’ ἕνα δάσος ἀπὸ πολῦχρωμα λάβαρα καὶ σημαῖες, παρουσιαζότανὅ Αὐτοκράτορας τῶν Γραικῶν, ὁλόφλογος σὰν μετέωρο μέσα στὰ χρυσοΰφαντα φορέματά του καὶ τὰ πολύτιμα λιθάρια, πού τὸν εἶχαν κατάσπαρτον ἀπὸ τὴν κορώνα ἴσαμε τὰ πορφυρά του πέδιλα. 
              Ὁ Βασιλιὰς ἦταν καθισμένος στὸ χρυσό του θρόνο.Τὰ ὄργανα ἔπαιζαν θριαμβευτικὰ ἐμβατήρια. ῾0 θρόνος τότε ἀπὸ ἕνα μηχανισμὸ μυστικό, ἀνέβαινε καὶ κατέβαινε καὶ ὁ Αὐτοκράτορας ἐφαινόταν σὰν κάτι θεϊκὸ πρᾶγμα, τοὺ τὸ σήκωναν φτεροῦγεςἀγγέλων.Τότε ἀπὸ κάτι δέντρα, ποὺ ἔμοιαζαν πλατάνια καὶ πεῦκα, ὅλα φτιαγμένα ἀπὸ καθαρὸ χρυσάφι, ἀκούγονταν γλυκιὲς φωνὲς πουλιῶν,ποὺ γέμιζαν τὸ Χρυσοτρίκλινο μὲ χαρά. Τὰ δέντρα αὐτὰ ὑψωναν τὴν ἀστραφτερὴ θωριά του ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο μἑρος τοῦ θρόνου. Καὶ δυὸ λιοντάρια ἀπὸ χρυσάφι τεντωμένα στὰ κατώφλια τοῦ θρόνου, σὰννὰ ἤθελαν νὰ ὁρμήουν νὰ κατασπαράξουν κάποιον ἐχθρό, χτυποῦσαντὶς οὐρές τους μὲ θυμὸ κι ἔβγαζαν καὶ βρυχηθμοὺς γεμάτους ἀγριάδα.
«Βυζαντινὰ Πολύπτυχα» 1916
Πλ. Ροδοκονάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου