Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Ο αγώνας ενάντια στους Πατζινάκες- 29 Απριλίου 1091: η Μάχη του Λεβουνίου

Αλέξιος Κομνηνός : o  αγώνας ενάντια στους Πατζινάκες 29 Απριλίου 1091: η Μάχη του Λεβουνίου
 
 
 
 
 
 
                  Ο τουρκικός κίνδυνος από την Ανατολή και τον Βορρά, με φορείς τους Σeλτζουκίδες και τους Πατζινάκες - Πετσενέγκους, ο οποίος ήταν αρκετά απειλητικός ήδη από την εποχή των προκατόχων του Αλέξιου Κομνηνού, αυξήθηκε ιδιαίτερα κατά τη βασιλεία του. Η εναντίον των Νορμανδών νίκη και ο θάνατος του Γυισκάρδου, επέτρεψαν στον Αλέξιο να επανακτήσει στη Δύση  τις μέχρι την Αδριατική ακτές, όμως, στα άλλα σύνορα, οι επιθέσεις των Τούρκων και των Πατζινάκων υπήρξαν τόσο επιτυχείς που είχαν ως αποτέλεσμα τη σοβαρή συρρίκνωση των εδαφών της αυτοκρατορίας. Η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι την εποχή εκείνη << o Βoσπορος αποτελούσε το όριο της Ρωμαϊκής  αυτοκρατορίας στην Ανατολή και η Αδριανούπολη στη Δύση>>.
                Στην Μικρά Ασία, που είχε σχεδόν εξ΄ολοκλήρου καταληφθεί από τους Σελτζούκους, η κατάσταση φαινόταν να ευνοεί την Αυτοκρατορία λόγω του ότι είχε ξεσπάσει ανάμεσα στους Τούρκους ηγέτες – εμίρηδες  ένας αγώνας για την εξουσία, ο οποίος εξασθενούσε τη δύναμη τους προκαλώντας αναρχία. Ο Αλέξιος όμως, δεν είχε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία, λόγω του ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει από το Βορρά τις επιθέσεις των  Πατζινάκων.
               Στις διαμάχες τους με το Βυζάντιο οι Πατζινάκες βρήκαν συμμάχους μέσα στα εδάφη της αυτοκρατορίας τους Παυλικιανούς που κατοικούσαν στη βαλκανική χερσόνησο. Οι τελευταίοι αντιπροσώπευαν μια δυαλιστική θρησκευτική αίρεση της Ανατολής, η οποία ήταν μια από τις κυριότερες διακλαδώσεις του Μανιχαισμού, που ιδρύθηκε τον 3ο μ.Χ. αιώνα από τον Παύλο Σαμοσατέα για να μεταρρυθμιστεί τον 7ο αιώνα. Οι  Παυλικιανοί –Βογόμιλοι ενώθηκαν με τους βαρβάρους του Βορρά, καλώντας τους Πατζινάκες να πολεμήσουν εναντίον του Βυζαντίου.  Οι Κουμάνοι ενώθηκαν κι αυτοί με τους Πατζινάκες.
             Ο αγώνας με τους Πατζινάκες, παρά το γεγονός ότι ήταν πρόσκαιρα επιτυχής, εξάντλησε όλη τη δύναμη του Βυζαντίου. Κατά τα τέλη της ένατης δεκαετίας (1090) ο Αλέξιος Κομνηνός υπέστη μια τρομερή ήττα στο Δορύστολο, στον κάτω  Δούναβη, κινδυνεύοντας να αιχμαλωτιστεί κι ο ίδιος. Η σύγκρουση όμως που ξέσπασε για τα λάφυρα ανάμεσα στους Πατζινάκες και στους Κουμάνους, εμπόδισε τους πρώτους να εκμεταλλευτούν πλήρως τη νίκη τους.
             Μετά από σύντομη ανάπαυλα, που εξασφάλισε το Βυζάντιο από τους Πατζινάκες με πληρωμή, ακολούθησε η τρομερή περίοδος του 1090-1091. Οι Πατζινάκες, ύστερα από έναν επίμονο αγώνα, έφθασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Η Άννα Κομνηνή γράφει ότι την ημέρα της εορτής του μάρτυρα Θεοδώρου, οι πιστοί, που συνήθως πήγαιναν να επισκεφτούν την εκκλησία του μάρτυρα στο προάστιο έξω από τα τείχη, δεν ήταν δυνατόν να ανοίξουν τις πύλες των τειχών και να βγουν έξω, γιατί οι Πατζινάκες παραμόνευαν  εκεί…
               Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο κρίσιμη όταν ένας Τούρκος πειρατής, ο Τζαχάς, άρχισε να απειλεί την Πόλη από το νότο. Είχε περάσει τα νιάτα του στην αυλή του Νικηφόρου Βοτανειάτη, αποκτώντας κι έναν βυζαντινό τίτλο και, όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Αλέξιος, έφυγε στη Μ. Ασία. Έχοντας κυριαρχήσει με το στόλο του στα παράλια, ο Τζαχάς έθεσε έναν τολμηρό στόχο, να πλήξει την Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα και έπειτα να την αποκλείσει από κάθε ανεφοδιασμό. Για να εξασφαλίσει την αποτελεσματικότητα του σχεδίου του άρχισε επαφές με τους Πατζινάκες στο Βορρά και τους Σελτζούκους στην Ανατολή. Βέβαιος για την επιτυχία του ο Τζαχάς ήδη ονόμαζε τον εαυτό του αυτοκράτορα, φόρεσε τα αυτοκρατορικά εμβλήματα και ετοιμαζόταν να καθίσει στο θρόνο. Τόσο οι Πατζινάκες όσο και οι Σελτζούκοι ήταν Τούρκοι που, χάρη στις στρατιωτικές και πολιτικές τους σχέσεις, αντιλήφτηκαν την εθνολογική τους συγγένεια.  Ο Ρώσσος μελετητής Β.Βασιλιέφσκι αναφέρει ότι << στο πρόσωπο του Τζαχά, παρουσιάστηκε ένας εχθρός του Βυζαντίου που συνδύαζε το θάρρος ενός Βάρβαρου με τη λεπτότητα της βυζαντινής αγωγής και την εξαιρετική γνώση όλων των πολιτικών ζητημάτων της Αν. Ευρώπης της εποχής εκείνης, σχεδίαζε να γίνει η ψυχή μιας γενικής κινήσεως των Τούρκων. Ο Τζαχάς θα μπορούσε να θέσει έναν λογικό και συγκεκριμένο σκοπό, καθώς κι ένα σχέδιο στις δίχως νόημα περιπλανήσεις και λεηλασίες των Πατζινάκων>>.
            Φαινόταν ότι στα ερείπια της Ανατολικής Ρωμαϊκής  Αυτοκρατορίας θα ιδρυόταν ένα νέο τουρκικό κράτος των Πατζινάκων και των Σλετζουκιδών. <<Η βυζαντινή αυτοκρατορία>> συνεχίζει ο Βασιλιέφσκι, <<πνιγόταν μέσα στην εισβολή των Τούρκων>>. Ένας άλλος ιστορικός, ο Θ. Ουσπένσκι, γράφει ότι <<τον χειμώνα του 1090-1091 η κατάσταση του Αλέξιου Κομνηνού μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτήν των τελευταίων ετών της αυτοκρατορίας, όταν οι Οθωμανοί πολιορκούσαν  την Πόλη.
             Αντιλαμβανόμενος τη δεινή θέση της αυτοκρατορίας, ο Αλέξιος Κομνηνός ακολούθησε τη συνήθη βυζαντινή διπλωματική τακτική της κινητοποίησης ενός βαρβάρου κατά του άλλου: έκανε έκκληση στους Χάνους (ηγεμόνες) των Κουμάνων, ζητώντας βοήθεια εναντίον των Πατζινάκων. Οι άγριοι και θηριώδεις Χάνοι των Κουμάνων, Τουργκορχάν και Μπόνιακ εκκλήθηκαν στην Πόλη, όπου έγιναν δεκτοί με τον πιο κολακευτικό τρόπο. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ταπεινά, ζήτησε τη βοήθεια των βαρβάρων, οι οποίοι ήταν πολύ υπερήφανοι που επιλέγονταν σε ισότιμη βάση με τον αυτοκράτορα. Οι Χάνοι έδωσαν στον Αλέξιο το λόγο τους και τον τήρησαν.
            Στις 29 Απριλίου του 1091 έλαβε χώρα μια αιματηρή μάχη. Οι Πατζινάκες νικήθηκαν και εξολοθρεύτηκαν ανελέητα. Η Άννα Κομνηνή γράφει ότι μπορούσε κανείς εκείνη την ημέρα να δει αναρίθμητους ανθρώπους να χάνονται μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Η μάχη αυτή άφησε τα ίχνη της σε ένα βυζαντινό τραγούδι της εποχής που λέει ότι << διά μίαν ημέρα οι Σκύθαι ( έτσι ονομάζει η Άννα Κομνηνή τους Πατζινάκες) τον Μάιον ούκ είδον>>.
Επεμβαίνοντας με το μέρος του Βυζαντίου οι Κουμάνοι προσέφεραν μια τεράστια υπηρεσία στον χριστιανικό κόσμο.
           Ο Αλέξιος επέστρεψε στην Πόλη θριαμβευτής. Μόνο ένα μικρό μέρος των αιχμαλώτων Πατζινάκων επέζησε. Τούτο το απομεινάρι της φοβερής ορδής εγκαταστάθηκε στη Βαλκανική Χερσόνησο, ανατολικά του ποταμού Αξιού και αργότερα εντάχτηκε στο βυζαντινό στρατό, του οποίου αποτέλεσε ένα ιδιαίτερο τμήμα. Όσοι Πατζινάκες μπόρεσαν να ξεφύγουν πέρα από τα Βαλκάνια, ήταν τόσο εξασθενημένοι, ώστε για πάνω από τριάντα χρόνια δεν ήταν σε θέση να κάνουν τίποτα εναντίον του Βυζαντίου.
           Ο Τζαχάς, που είχε τρομοκρατήσει το Βυζάντιο, δίχως να επιτύχει με το στόλο του την ενίσχυση των Πατζινάκων, έχασε ένα μέρος των κτήσεών του κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων του με τις ελληνικές ναυτικές δυνάμεις. Κατόπιν  ο αυτοκράτορας εξήγειρε εναντίον του τον σουλτάνο της Νίκαιας, ο οποίος και τον σκότωσε ο ίδιος. Έτσι η κρίσιμη κατάσταση του 1091 απέβη υπέρ της αυτοκρατορίας.
 
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ          Α.Α. Βασίλιεφ
 
επιμέλεια : Θάνος Δασκαλοθανάσης
 
 
 
 
Σημείωση Βυζαντινών Ιστορικά

 Με το δέλεαρ της προσφοράς χρυσού εκ μέρους των Βυζαντινών ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά τους ενάντια στους Πετσενέγκους, οι Κουμάνοι έσπευσαν να ενωθούν με τον Αλέξιο και τον στρατό του. Στα τέλη της άνοιξης του 1091, οι δυνάμεις των Κουμάνων πέρασαν στη βυζαντινή επικράτεια, και ο στρατός στο σύνολό του ετοιμάστηκε να προσωρήσει κατά των Πετσενέγκων. Τη Δευτέρα, 28 Απριλίου 1091, ο Αλέξιος και οι σύμμαχοί του πλησίασαν το στρατόπεδο των Πετσενέγκων στο Λεβούνιο κοντά στοπν ποταμό Έβρο.

Οι Πετσενέγκοι φαίνεται πως αιφνιδιάστηκαν και η μάχη που έλαβε χώρα το επόμενο πρωινό στο Λεβούνιον ήταν πρακτικά σφαγή. Οι Πετσενέγκοι είχαν φέρει μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους, και ήταν απροετοίμαστοι για την επίθεση που εξαπολήθηκε εναντίον τους. Οι Κουμάνοι και οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν με σφοδρότητα και σφαίασαν τους πάντες στο διάβα τους. Οι Πετσενέγκοι κατάρρευσαν γρήγορα, και σχεδόν εξολοθρεύτηκαν. Στη συνέχεια οι εναπομείναντες ζωντανοί εξανδραποδίστηκαν.
 
 
To παρακάτω σχεδιάγραμμα είναι απο τη σελίδα <<Bυζαντινές Μάχες>>
 
 
1091
Μάχη του Λεβουνίου
 
Αποτέλεσμα:
Οι Βυζαντινοί εξόντωσαν ένα μεγάλο στρατό Πετσενέγγων
29 April 1091
 
Πόλεμος & Εχθρός:
Εχθρός:
Πετσενέγγοι
Πόλεμος:
Πόλεμοι εναντίον των Πετσενέγγων
Τύπος Μάχης:
Μάχη Παράταξης
Το Πεδίο της Μάχης
Ακριβής τοποθεσία:
Στο Λεβούνιον, στο δέλτα του ποταμού Έβρου, κοντά στην παραλιακή πόλη Αίνος της Ανατολικής Θράκης
Σύγχρονη Χώρα:
Τουρκία
 
Οι Βυζαντινοί(αυτοκράτωρ: Αλέξιος Α’ Κομνηνός)
Οι Εχθροί
Διοικητής:
Αυτοκράτωρ Αλέξιος Α’ Κομνηνός
Άγνωστος
Δυνάμεις:
20,000 Έλληνες, 40,000 Κουμάνοι, 5,000 Βλάχοι
80,000 (μαζί με τα γυναικόπαιδα)
Απώλειες:
Πλήρης εξόντωση
 



Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Τοπογραφία Κωνσταντινούπολης - Μονή Μυρελαίου

 

 
Αριστερά, αναπαράσταση της Μονής, όπου φαίνεται το διώροφο κτίριο και δεξιά η Μονή όπως είναι σήμερα γνωστή ως Μπόντρουμ Τζαμί.
                Η Μονή του Μυρελαίου ήταν ελληνικό χριστιανικό μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη που μετά την οθωμανική κατάκτηση της πόλης μετατράπηκε σε τέμενος, σήμερα γνωστό ως Μπόντρουμ Τζαμί. Δίπλα ακριβώς στην μονή υπήρχε το ανάκτορο του Ρωμανού Λεκαπηνού με το οποίο η Μονή επικοινωνούσε άμεσα. Η Μονή χτίστηκε διώροφη με στόχο να είναι στο ίδιο επίπεδο με την ταράτσα του παλατιού.
 
 Αναπαράσταστη του παλατιού, δίπλα η μονή Μυρελαίου
 
                Η ακριβής χρονολογία ανέγερσης του ναού δεν μας είναι γνωστή. Επρόκειτο όμως για το καθολικό της μονής του Μυρελαίου που ίδρυσε, σύμφωνα με τις πηγές, ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός (920-944).Το 922 ενταφιάστηκε στο ναό η σύζυγος του Ρωμανού Α΄ Θεοδώρα. Επομένως, η ίδρυση του μνημείου θα πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ 920 (έτος κατά το οποίο ο Ρωμανός Α΄ ανήλθε στο θρόνο) και 922, οπότε ο ναός θα πρέπει να ήταν σχεδόν έτοιμος εφόσον χρησιμοποιήθηκε για την ταφή της αυτοκράτειρας.
                 Οι περισσότερες πηγές συγκλίνουν στην ίδρυση της μονής από τον Ρωμανό Α΄, ο οποίος μάλιστα παρουσιάζεται να μετατρέπει σε μονή το παρακείμενο παλάτι του. Μετά το θάνατο του Ρωμανού, το καθίδρυμά του συνέχισε να λειτουργεί ως γυναικείο μοναστήρι τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 11ου αιώνα, έχοντας φιλοξενήσει μέλη αυτοκρατορικών οικογενειών ως μοναχές και έχοντας δεχτεί αυτοκρατορικές δωρεές σε γαίες· το 14ο αιώνα και πριν από το 1315 μετατράπηκε σε ανδρική μονή. Τελευταία φορά η μονή αναφέρεται πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, γύρω στο 1400, με αφορμή κάποια αγοραπωλησία, ενώ δεν γνωρίζουμε την τύχη της ύστερα από αυτήν.
                Το καθολικό της μονής φαίνεται ότι προοριζόταν εξαρχής για ταφικό μνημείο της οικογένειας των Λεκαπηνών. Το 922 έγινε εκεί η πρώτη ταφή, της Θεοδώρας, συζύγου του Ρωμανού Α΄. Ο μεγαλύτερος γιος του αυτοκράτορα, ο συναυτοκράτορας Χριστόφορος, ετάφη στο Μυρέλαιο το 931. Ακολούθησε άλλος ένας γιος του Ρωμανού, ο Κωνσταντίνος, το 946, ο οποίος ετάφη στο ίδιο μνήμα με τη σύζυγό του Ελένη, που είχε πεθάνει το 940. Το 948 έγινε η μετακομιδή της σορού του Ρωμανού Α΄, που πέθανε εξόριστος στο νησί Πρώτη. Τέλος, το 961, η κόρη του Ρωμανού και χήρα του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου Ελένη, ετάφη δίπλα στη οικογένειά της στο καθίδρυμα του πατέρα της.
               Το 1203 καταστράφηκε από πυρκαγιά εξαιτίας εμπρησμού και ερειπώθηκε στα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1204-1261). Γύρω στο 1300, επί Παλαιολόγων, υπέστη, όπως προκύπτει από τα ευρήματα των ανασκαφών, μεγάλης κλίμακας αναστηλωτικές εργασίες που άλλαξαν πολλά στοιχεία του αρχικού κτίσματος απλουστεύοντας την αρχική του μορφή.
             Ο ναός, με εξωτερικές διαστάσεις 11,22 μ. × 17,50 μ. και κάτοψη σύνθετου σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου με τρεις αψίδες στα ανατολικά, κτίστηκε εξ ολοκλήρου με πλίνθους, πάνω σε υψηλή υποδομή. Η υποδομή αυτή ήταν απαραίτητη για να έλθει ο ναός στο ίδιο επίπεδο με το γειτονικό συγκρότημα του ανακτόρου του Ρωμανού, με το οποίο κτίστηκε σε επαφή και φαίνεται ότι επικοινωνούσε άμεσα.
             Ο τρούλος του ναού, διαμέτρου 5,50 μ., πτυχωτός, με ψηλό (3,15 μ.), οκτάπλευρο τύμπανο, στηρίζεται σε τέσσερις κτιστούς πεσσούς.
              Εξωτερικά, μία σειρά από κτιστούς ημικυκλικούς πεσσούς προβάλλει στις επιφάνειες των εξωτερικών τοίχων την εσωτερική αρχιτεκτονική διάρθρωση του ναού και προσδίδει πλαστικότητα και πολυπλοκότητα στη δυτική, βόρεια και νότια όψη του. Οι επιφάνειες αυτές φέρουν επίσης πολλά ανοίγματα, πολλαπλώς αλλοιωμένα από την εποχή των Παλαιολόγων μέχρι και τις μέρες μας.
               Με διαστάσεις 13,10 μ. × 24,10 μ., η υποδομή- το υπόγειο μέρος του ναού αποτελεί μια απλή δομική κατασκευή από λίθους και πλίνθους, η οποία χτίστηκε με μόνο σκοπό τη δημιουργία μιας πλατφόρμας έδρασης του κυρίως ναού στο ίδιο ύψος με το παρακείμενο ανάκτορο του Ρωμανού. Η πρωτότυπη αυτή αρχιτεκτονική λύση έδωσε στο όλο μνημείο εντυπωσιακό ύψος και επιβλητική πυργοειδή μορφή. Στην αρχική φάση του κτίσματος, το 10ο αιώνα, χρησίμευε κατά πάσα πιθανότητα ως αποθηκευτικός χώρος, χωρίς να επικοινωνεί άμεσα με τον υπερκείμενο ναό. Κατά τη διάρκεια της παλαιολόγειας επισκευής στο ναό του Μυρελαίου (περί το 1300) ο χώρος της υποδομής ανακαινίστηκε και μετατράπηκε σε υπόγειο σταυροειδή ναό. Το δάπεδο ανυψώθηκε, τα ανοίγματα ανακατασκευάστηκαν και διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες. Όπως φαίνεται από τις επτά ταφές κατά μήκος του νότιου κλίτους, ο υπόγειος αυτός ναός έλαβε το χαρακτήρα ταφικής κρύπτης.
                Ο υπόγειος ναός έχει περίπου το ίδιο μέγεθος με τον υπερκείμενο και την ίδια εσωτερική διάταξη. Στο εσωτερικό του διατηρούνται οι τέσσερις κίονες με μαρμάρινα κορινθιακά κιονόκρανα σε δεύτερη χρήση. Εξωτερικά, διαμορφώνεται μία σειρά από ογκώδεις ορθογώνιους πεσσούς οι οποίοι ενώνονται με τόξα.
             Ο εσωτερικός διάκοσμος του ναού δεν διατηρήθηκε. Ωστόσο τα ευρήματα των ανασκαφών από το δάπεδο του κυρίως ναού κατέδειξαν μια πλούσια διακόσμηση: μαρμαροθετήματα με γεωμετρικά μοτίβα στο δάπεδο, ορθομαρμάρωση στο κατώτερο τμήμα των τοίχων και ψηφιδωτά στις ανώτερες ζώνες, καθώς και πλίνθινες πλάκες με πολύχρωμη γραπτή διακόσμηση.
                Ο υπόγειος ναός διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες, όπως αναφέραμε, όταν μετατράπηκε σε ταφική κρύπτη κατά τους Παλαιολόγειους χρόνους. Από το διάκοσμο αυτόν είχε διατηρηθεί μέχρι την τελευταία αναστήλωση του μνημείου ένα τμήμα τοιχογραφίας πάνω από έναν από τους τάφους: μια γυναικεία μορφή εικονιζόταν γονατιστή μπροστά στην Παναγία, που παριστανόταν στον τύπο της Οδηγήτριας. Σήμερα και το τμήμα αυτό της τοιχογραφίας έχει χαθεί.

            Ο ναός του Μυρελαίου είναι ένα από τα δύο πρωιμότερα παραδείγματα σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο στην αρχιτεκτονική της Κωνσταντινούπολης (το άλλο είναι η βόρεια εκκλησία της Μονής Λιβός). Ο τύπος αυτός, που επρόκειτο να γίνει ο επικρατέστερος στη βυζαντινή ναοδομία, εμφανίζεται στα μνημεία αυτά πλήρως απαρτισμένος. Η ποιότητα του μνημείου, τόσο ως προς το σχεδιασμό όσο και ως προς την εκτέλεση, είναι χαρακτηριστική. Η σπουδαιότητα όμως του Μυρελαίου αυξάνεται καθώς, εξαιτίας του μεγάλου κενού στα σωζόμενα μνημεία της Κωνσταντινούπολης, είναι ένα από τα ελάχιστα δείγματα κωνσταντινουπολίτικης ναοδομίας από την περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας, ενώ πρέπει να φτάσουμε στον 11ο αιώνα για να συναντήσουμε το επόμενο δείγμα βυζαντινής ναοδομίας στην πρωτεύουσα.
             Πέραν του αρχιτεκτονικού τύπου, όμως, ο ναός αποκτά, σύμφωνα με τον Striker, ξεχωριστή ιστορική σημασία ως ιδιωτικό αυτοκρατορικό ταφικό κτίσμα του Ρωμανού Α΄. Ο Ρωμανός έγινε αυτοκράτορας παραγκωνίζοντας αθόρυβα τον ανήλικο ακόμη Κωνσταντίνο Ζ΄ τον Πορφυρογέννητο υπό την ιδιότητα του βασιλεοπάτορα αρχικά και του συναυτοκράτορα στη συνέχεια. Αν και επιδίωκε να εδραιώσει τη δική του δυναστεία στην εξουσία, ποτέ δεν στράφηκε ανοιχτά εναντίον του Κωνσταντίνου Ζ΄, ο οποίος παρέμενε συναυτοκράτορας στη σκιά του πεθερού του. Σύμφωνα με τον Striker, η ίδρυση ενός οικογενειακού ταφικού μνημείου είχε αναμφίβολα σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Ρωμανός ανέβηκε στο θρόνο. Οι αυτοκρατορικές ταφές γίνονταν στο ναό των Αγίων Αποστόλων, όμως η ταφή του ίδιου του Ρωμανού ή άλλων μελών της οικογένειάς του εκεί δεν θα μπορούσε ποτέ να νομιμοποιηθεί, οπότε δημιουργήθηκε η ανάγκη εξεύρεσης εναλλακτικού ταφικού χώρου. Η ενέργειά του αυτή ενθάρρυνε πιθανότατα τη μεταγενέστερη συνήθεια των Βυζαντινών να ιδρύουν ιδιωτικούς ταφικούς ναούς.
 
επιμέλεια; Θάνος Δασκαλοθανάσης
Πηγή Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη


Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Βυζάντιο και Ευρώπη του Παναγιώτη Κανελλόπουλου

Η συμβολή του Βυζαντινού πνεύματος στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής κουλτούρας
Παναγιώτη Κ. Κανελλόπουλου, Τα Δοκίμια, τομ. Β΄, Ιστορικά Δοκίμια.
Εκδ. Εταιρείας Φίλων Παν. Κανελλόπουλου,

 

Αθήνα 2002, σελ. 246-255

 
 
1. Ο 8ος αιώνας ήταν αποφασιστικός για την τύχη της Ευρώπης, που μόλις είχε αρχίσει να σχηματίζεται. Σημειώθηκαν, τότε, γεγονότα που, αν δεν είχαν σημειωθεί, δεν θα μπορούσε ο Κάρολος ο Μέγας να κάμει το πρώτο μεγάλο βήμα για την αποκρυστάλλωση της Ευρώπης ως ενιαίου πολιτιστικού χώρου. Αν επικρατούσαν οι 'Aραβες, μπορεί η Ευρώπη να γινόταν μια θαυμάσια επαρχία του δυναμικού Ισλάμ της εποχής εκείνης, αλλά δεν θάταν η Ευρώπη, όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Θα έχανε ίσως και το όνομα της, που ήταν ελληνικό.
 
                 Δεκαπέντε χρόνια πριν αποκρούσει ο Κάρολος Μάρτελος, ο πάππος του Καρόλου του Μεγάλου, τους 'Aραβες εισβολείς, που είχαν διαβεί τα Πυρηναία, κατόρθωσε ο αυτοκράτορας Λέων ο Γ' να συντρίψει τους 'Aραβες (717-18), που με κύρια βάση τους την Πέργαμο έφθασαν στην 'Aβυδο, πέρασαν στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου και έσφιξαν τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Charles Diehl λέει, ότι η νίκη του Λέοντος του Γ' ήταν, για την τύχη της Ευρώπης, πιο αποφασιστική από τη νίκη του Καρόλου Μαρτέλου, γιατί το Βυζάντιο, στο έτος 717, αντιμετώπισε ολόκληρη τη δύναμη του χαλιφάτου των Ομεϊαδών. Και ο William Hardy McNeil, στο μέγα έργο του «Τhe Rise of the West» λέει ότι, αν υπέκυπτε η Κωνσταντινούπολη στις δυό μεγάλες επιδρομές του Ισλάμ (η πρώτη είχε σημειωθεί μεταξύ των ετών 673 και 680), η Χριστιανοσύνη θα είχε στην Ευρώπη την τύχη, που είχε στην Ασία και στην Αφρική: «Η ευρωπαϊκή Χριστιανοσύνη μπορεί να είχε υποστεί έναν παρόμοιο δραστικό διασκορπισμό. Διωγμένες από τη Μεσόγειο, ομοιογενείς χριστιανικές κοινωνίες μπορεί να είχαν επιζήσει μόνο στους απόμερους δρυμούς και σε σκόρπιους αγρούς της βορειοδυτικής Ευρώπης. Αλλά τα τείχη της πρωτεύουσας του Κωνσταντίνου στον Βόσπορο κράτησαν. Η ευρωπαϊκή Χριστιανοσύνη, ως εκ τούτου, επέζησε σαν ένας γεωγραφικά και πολιτιστικά σημαντικός ανταγωνιστής του Ισλάμ».
               Ήταν, τάχα, το ιστορικό αυτό γεγονός η μόνη συμβολή του Βυζαντίου στη δημιουργία της Ευρώπης; Το Βυζάντιο έζησε χίλια χρόνια. Ότι άνθεξε τόσο πολύ, αν και το χτυπούσαν αδιάκοπα βίαιοι άνεμοι από την Ανατολή και τη Δύση, από το Νότο και το Βορρά, αυτό ήταν ένα θαύμα, που δε θέλησε να το εκτιμήσει, με το θαυμάσιο βλέμμα του, ο Edward Gibbon. Έμεινε, τάχα, ανέπαφη η Ευρώπη, στα χίλια εκείνα χρόνια, από το βυζαντινό πνεύμα;
 
2. Το Βυζάντιο είχε, ως τα τέλη του 19ου αιώνα, πολύ αδικηθεί. Με τη λέξη βυζαντινισμός είχε αποδοθεί η τάση προς τη μικρολογία, προς την άγονη συζήτηση γύρω από γραμματικές η θεολογικές λεπτομέρειες, γύρω από ασήμαντα πράγματα. Αλλά η ψυχή του Βυζαντίου - η πιο βασανισμένη, πριν από την Τουρκοκρατία, ελληνική ψυχή - εκδηλώθηκε πολύ περισσότερο σε μεγάλες σιωπηλές πράξεις, παρά στις θορυβώδεις θεολογικές έριδες. Και το πνεύμα, που ξεπήδησε μέσα από τη βασανισμένη ελληνική ψυχή του Βυζαντίου, άρχισε να επηρεάζει αποφασιστικά τη Δύση, από τον 6ο ήδη αιώνα.
             Η Ραβέννα ήταν η πρώτη μεγάλη γέφυρα, που μετέφερε το βυζαντινό πνεύμα της τέχνης στη Δύση. Δεύτερη μεγάλη γέφυρα έγινε αργότερα η Βενετία, όπου στο δεύτερο ήμισυ του 11ου αιώνα, λίγο καιρό πριν σημειωθεί και στη Ραβέννα μια επιστροφή στην τέχνη των βυζαντινών μωσαϊκών, χτίστηκε - με πρότυπο το Ναό των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινουπόλεως, που καταστράφηκε λίγους μήνες μετά τον μοιραίο Μάιο του 1453 - ο μέγας ναός του Αγίου Μάρκου, αυτό το αριστούργημα βυζαντινής αρχιτεκτονικής, που και οι εσωτερικοί τοίχοι του κοσμούνται με βυζαντινά μωσαϊκά. Αλλά η διείσδυση της βυζαντινής τέχνης - ειδικότερα της ζωγραφικής - στη Δύση, σημειώθηκε αδιάκοπα και αθόρυβα, χωρίς να χρησιμοποιηθούν οι δύο μεγάλες αυτές γέφυρες, σε ολόκληρη τη μακρά περίοδο του Η aut Μ oyen Α ge. Σε δυό αιώνες, τον 7ο και τον 8ο, ανέβηκαν στην έδρα των Παπών κάμποσοι Έλληνες. Η Ρώμη είχε, τότε, κατακλυσθεί από Έλληνες καλλιτέχνες που, όταν είχαν επικρατήσει στο Βυζάντιο οι εικονομάχοι αυτοκράτορες, κατέφυγαν στην Ιταλία. Τα πιο πολλά από τα έργα τους καταστράφηκαν. Διατηρήθηκαν, όμως, στο Βατικανό και αλλού, μερικά θαυμάσια δείγματα της βυζαντινής ζωγραφικής των αιώνων εκείνων. Σ' ένα κομμάτι, που εμφανίζει τον Έλληνα Πάπα Ιωάννη τον Ζ' (705-707), βλέπουμε ένα ασκητικό πρόσωπο με πολύ μακρουλή μύτη και με μεγάλα βυζαντινά μάτια, όπου εκφράζεται όμως μια θλίψη, που είναι και κάτι το νέο. Είναι ένα προμήνυμα εκφραστικών στιγμών του πολύ μεταγενέστερου «γοτθικού» στυλ.
              Διάχυτη ήταν η επίδραση της βυζαντινής τέχνης, στην περίοδο του Ηaut Μoyen Αge, όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμα και στην Αγγλία και στην Ιρλανδία. Το διαπιστώνουμε σε όσες τοιχογραφίες διατηρήθηκαν, αλλά προπάντων σε εικονογραφημένα χειρόγραφα. Ένας Έλλην, ο Θεόδωρος από την Ταρσό, λεγάτος του Πάπα στην Αγγλία από το 668 (και αρχιεπίσκοπος του Cantebury , αναδιοργάνωσε την αγγλική εκκλησία. «Αυτός ήταν που προήγαγε», όπως παρατηρεί ο Carl Nordenfalk, «τη γνώση της βυζαντινής τέχνης στη χώρα αυτή. Ακολουθώντας το παράδειγμα της Ρώμης, η πιο βόρεια από τις επαρχίες της Εκκλησίας στην Ευρώπη δεν διστάζει, ούτε αυτή, να αναγνωρίσει την πολιτιστική υπεροχή του Βυζαντίου. Ήταν μάλιστα υπερήφανοι οι 'Aγγλοι να ακολουθούν τα βήματα των Ελλήνων...».
              Ακόμα και όταν μπήκε η Ευρώπη - σε άλλες χώρες νωρίτερα και σε άλλες αργότερα, πάντως γύρω στον 12ο αιώνα - στην περίοδο όπου επικρατεί το ρωμανικό στυλ, η επίδραση της βυζαντινής τέχνης εξακολουθεί να είναι πολύ ορατή. Ειδικώτερα στην Ιταλία υπήρξαν, στη ρωμανική περίοδο, πολλές εστίες «έντονης δραστηριότητας των Ελλήνων ζωγράφων και τεχνικών», λέει ο Andr é Grabar. Και προσθέτει: «Δεν θα εκπλαγούμε, επομένως, διαπιστώνοντας την εξαιρετική σπανιότητα Ιταλικών τοιχογραφιών που να μη μαρτυρούν καμμιά βυζαντινή επίδραση. Θα βρούμε την επίδραση αυτή σχεδόν παντού, αλλά εκδηλούμενη με χίλιους διαφορετικούς τρόπους. Κάθε Ιταλός καλλιτέχνης της περιόδου αυτής, ήταν υποχρεωμένος να περάσει από την δική του βυζαντινή εμπειρία, και ακόμα ως τον πλήρη 13ο αιώνα η προσωπικότητα του εκδηλωνόταν στη στάση, που έπαιρνε απέναντι στη βυζαντινή παράδοση, και στον τρόπο, με τον όποιον ξεπερνούσε τον προγονό του». Αλλά και στις άλλες χώρες της Ευρώπης το ρωμανικό στυλ διασταυρώνεται με έντονα βυζαντινά στοιχεία. Στην Ισπανία, οι καλλιτέχνες εξακολουθούν, ως τον 13ο αιώνα, να χρησιμοποιούν βυζαντινά πρότυπα. Στη Γαλλία, στην Αγγλία και στη Γερμανία ( ειδικώτερα τη δυτική και τη νότια), η ρωμανική φάση της τέχνης είναι επηρεασμένη, συχνά πολύ έντονα, από το βυζαντινό πνεύμα και τη βυζαντινή τεχνική. Ο Αrthur H. S. Megaw ανάγει και τη ζωγραφική του γυαλιού, που κοσμεί τα παράθυρα ναών ρωμανικού στυλ (π.χ. στο Αugsburg) σε μια μακρά παράδοση ζωγραφικής επεξεργασίας του γυαλιού στο Βυζάντιο.
 
3. Όταν - και όπου - άρχισε να επικρατεί το γοτθικό στυλ, η επίδραση της βυζαντινής τέχνης μειώθηκε πολύ η έγινε λιγότερο ορατή. Αν, όμως, ο Wilhelm Worringer είχε γνωρίσει καλά τη βυζαντινή τέχνη, θα είχε συλλάβει, με το οξύ βλέμμα του, στο γοτθικό στυλ όχι μόνο την επίδραση της παλαιάς σκανδιναβικής διακοσμητικής, αλλά και κάποια σημαντικά στοιχεία βυζαντινής καταγωγής.
                Μια από τις τελευταίες και σημαντικότερες υπηρεσίες, που πρόσφερε στην Ευρώπη η βυζαντινή τέχνη, ήταν ότι συνέβαλε αποφασιστικά, από τα μέσα του 13ου αιώνα, στη γένεση της μεγάλης ιταλικής ζωγραφικής, εκείνης που άνοιξε το δρόμο προς την Αναγέννηση. Ο Ernst H. Gombrich κάνει την ακόλουθη σημαντική παρατήρηση: «Η βυζαντινή τέχνη είναι εκείνη που έδωσε τελικά στην ιταλική τέχνη τη δύναμη να σβήσει, ως ορισμένο βαθμό, το σύνορο που χωρίζει τη γλυπτική από τη ζωγραφική. Παρά την αυστηρότητα της, η βυζαντινή τέχνη είχε διατηρήσει κάτι από τις ανακαλύψεις των ζωγράφων της ελληνιστικής εποχής, όταν η Δύση είχε χάσει σχεδόν πλήρως την ανάμνηση τους». Σωστότερο μάλιστα θάταν να έλεγε, ότι όχι μόνο διατήρησε η βυζαντινή τέχνη «κάτι» από την ελληνιστική αισθητική, αλλά και ανανέωσε με αρκετά πρωτότυπο τρόπο το πλαστικό στοιχείο μέσα από τα μυστικά βάθη του χρώματος και του θρησκευτικού πνεύματος. Η ιταλική ζωγραφική του 13ου αιώνα ήταν -εκτός από εκείνη, που ήταν πολύ λαϊκή - «μια επαρχία της βυζαντινής τέχνης» (Lionello Venturi). Αλλά και όταν, με τον Cimabue και με τον Giott ο, μπήκε η Ιταλική ζωγραφική στη μεγάλη εποχή της, τα πρώτα βήματα της μεγάλης αυτής εποχής τα βοήθησε όχι μόνο η στροφή προς το «ανθρώπινο», που προκάλεσε το θαυμάσιο παράδειγμα του Φραγκίσκου της Ασσίζης, όπως το ερμήνευσε έξοχα ο Erich Auerbach, αλλά και η ελληνιστική αισθητική, που την είχε διασώσει και ανανεώσει η βυζαντινή τέχνη.
             Αυτή η δυσδιάκριτη, όμως, μεγάλη υπηρεσία, που πρόσφερε η βυζαντινή τέχνη, αναγνωρίσθηκε μόνο στον αιώνα μας. Οι Ιταλοί καλλιτέχνες και θεωρητικοί της τέχνης, από τα μέσα του 14ου αιώνα, πίστεψαν ότι η μεγάλη ιταλική τέχνη γεννήθηκε, όταν αρνήθηκε απόλυτα τη βυζαντινή (και τη γοτθική) παράδοση. Το βυζαντινό καλλιτεχνικό πνεύμα το είχαν απαρνηθεί, ως την ώρα που στις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα ένας Έλλην από την Κρήτη, ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (ΕΙ Greco) επραγματοποίησε μια θαυμάσια σύνθεση του πνεύματος του Βυζαντίου με το πνεύμα της Αναγεννήσεως. Αλλά στα Βαλκάνια και στη Ρωσία έμεινε η βυζαντινή τέχνη - και γενικώτερα η βυζαντινή κουλτούρα -το μέγα πρότυπο και ο μέγας δάσκαλος για πολλούς αιώνες. Η «χρυσή εποχή» της ρωσικής τέχνης στη Μόσχα, που καλύπτει το δεύτερο ήμισυ του 14ου αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 15ου, ήταν, όχι μόνον έμμεσα, αλλά και άμεσα, επηρεασμένη από τη βυζαντινή τέχνη. Ο ένας από τους δυό μεγάλους πρωτεργάτες της «χρυσής εποχής» ήταν Έλλην ζωγράφος, ένας μοναχός, που ξεκινώντας από το Βυζάντιο πήγε και δούλεψε στο Νόβγκοροντ και ύστερα στη Μόσχα. Ο Έλλην ήταν ο Θεοφάνης, ο Φεοφάν Γκρεκ, όπως τον ονόμασαν στη Ρωσία. Ο δεύτερος ήταν ο Ρώσος Αντρέι Ρουμπλιώφ, νεώτερος από το Θεοφάνη και πιθανώτατα μαθητής του.
 
4. Όταν, στον 14ο αιώνα άρχισε να υποχωρεί η επίδραση της βυζαντινής ζωγραφικής στην ιταλική τέχνη, σημειώθηκαν τα πρώτα σημαντικά βήματα μιας γενικώτερης πνευματικής επικοινωνίας μεταξύ Βυζαντίου και δυτικής Ευρώπης. Δεν είχαν αγνοηθεί απόλυτα οι βυζαντινοί συγγραφείς στους παλαιότερους αιώνες. Θα μνημονεύσω ενδεικτικά μία μοναδική περίπτωση. Ο Θωμάς ο Ακινάτης (Thomas de Aquino) επικαλείται συχνά τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, που στις πρώτες δεκαετίες του 8ου αιώνα αναδείχθηκε ως υμνογράφος, αλλά έγραψε και το μέγα έργο «Πηγή Γνώσεως». Η έντονη όμως επικοινωνία του Βυζαντίου και της δυτικής Ευρώπης σημειώθηκε, όταν Έλληνες λόγιοι, πολύ πριν από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως (1453), άρχισαν να ταξιδεύουν στην Ιταλία ή και να εγκαθίστανται οριστικά εκεί. Ο Δημήτριος Κυδώνης, που γεννήθηκε - αυτή είναι η πιο πιθανή εκδοχή, που την υποστήριξε ο Κenneth M. Seatton -μετά το 1320, επισκέφθηκε την Ιταλία πρώτη φορά στο 1353 η 1354, δεύτερη φορά μεταξύ των ετών 1356 και 1361, τρίτη φορά στο 1369 και τελευταία φορά στο 1395. Ο Guiseppe Cammeli λέει, ότι ο Κυδώνης ήταν ένα από τα πρώτα και πιο αξιοσημείωτα πρόσωπα, που έκαμαν γνωστή στην Ιταλία τη γλώσσα και την κουλτούρα την Ελληνική. Είχαν προηγηθεί, βέβαια, ο Μάξιμος Πλανούδης και ο Μανουήλ Μοσχόπουλος, σημαντικοί λόγιοι, που έζησαν στα τέλη του 11ου και στις αρχές του 14ου αιώνα. Και τον ίδιο καιρό, που έκαμε ο Δημήτριος Κυδώνης το δεύτερο ταξίδι του στην Ιταλία, έστειλε ο Πετράρχης στον Βοκκάκιο έναν Έλληνα, που τ' όνομά του ήταν Λεόντιος, αλλά που είχε την περίεργη έμπνευση να διαλέξει και το όνομα Πιλάτος. Ο Βοκκάκιος τον πήρε σπίτι του, τού εξασφάλισε στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας μια έδρα για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας, και ανάγκασε τον ατίθασο αυτόν Έλληνα - πράγμα που δεν είχε καταφέρει ο Πετράρχης - να μεταφράσει στα Λατινικά ολόκληρο τον Όμηρο (από ένα χειρόγραφο, που είχε στην κατοχή του ο Πετράρχης). Αλλά το μέγα γεγονός στην Ιταλία ήταν η παρουσία του Δημητρίου Κυδώνη, του προσωπικού φίλου του τελευταίου Γάλλου Πάπα, του Γρηγορίου του ΙΑ' (Ρierre Roger de Beaufort). Όταν ο ουμανιστής Coluccio Salutati πληροφορήθηκε, στο 1395, ότι είχε αποβιβασθεί πάλι στη Βενετία ο Δημήτριος Κυδώνης, συνοδευμένος και από τον έξοχο μαθητή του Μανουήλ Χρυσολωρά, έστειλε και στους δύο, με τους νεαρούς φίλους του Roberto Rossi και Jacomo Angeli da Scarperia έ να θερμό χαιρετιστήριο μήνυμα, γραμμένο στα λατινικά.
             Ο Μανουήλ Χρυσολωράς που - όταν συνόδευσε τον Δημήτριο Κυδώνη στο τελευταίο ταξίδι του στην Ιταλία -δεν είχε ακόμα συμπληρώσει τα πενήντα του χρόνια, εγκαταστάθηκε οριστικά λίγο ύστερα από το 1396 στην Ιταλία. (Επισκέφθηκε, ωστόσο, πάλι την Κωνσταντινούπολη στο 1403: συνοδευμένος από τον μαθητή του Guarino da Verona). Εδίδαξε, πολλά χρόνια, τα ελληνικά γράμματα στη Φλωρεντία και στην Παβία. Ο Ρ hillipe Monnier έγραψε, το 1912, ότι κατείχε «La science des grandes choses». Υπήρξε -αν και ο John Edwin Sandys τον εχαρακτήρισε « unproductive» - μέγας διδάσκαλος. Ανάμεσα στους πολλούς διάσημους Ιταλούς, που έγιναν μαθητές του και χρωστούσαν σ' αυτόν την ελληνική παιδεία τους, ήταν ο Leonardo Bruni, ο Ρoggio Bracciolini και ο Αmbrogio Traversani.
             Τον Φεβρουάριο του 1439 έφθασε στη Φλωρεντία ο Ιωάννης (8ος) Παλαιολόγος, ο προτελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Μπροστά στις πύλες της Φλωρεντίας τον προσφώνησε - στην ελληνική γλώσσα, που την είχε διδαχθεί από τον Μανουήλ Χρυσολωρά - ο εβδομηντάρης Leonardo Bruni, καγκελάριος της Σινιορίας. Εδώ, στη Φλωρεντία του Cosimo de Medici, που ονομάσθηκε μετά το θάνατο του pater patriae συνέχισε και επεράτωσε τις εργασίες της, η περίφημη Σύνοδος των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως. Και διασταυρώθηκαν εδώ τα βήματα, τα βλέμματα και τα πνευματικά ξίφη έξοχων Ιταλών και Ελλήνων. Ανάμεσα στους Έλληνες ήταν ο φιλόσοφος του Μυστρά Γεώργιος Γεμιστός, που στην Ιταλία ονόμασε για πρώτη φορά τον εαυτό του Πλήθωνα (Ρlethon), ο τελευταίος νεοπλατωνικός, που στους πολιτικούς στοχασμούς του ήταν ο πρώτος «Νεοέλλην», και ο Βησσαρίων, που έγινε ένα χρόνο αργότερα καρδινάλιος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Ο Μarsilio Ficino έγραψε, στο 1492, στον Πρόλογο των έργων του Πλωτίνου, ότι ο Πλήθων οδήγησε τον Cosimo de Medici στην απόφαση να ιδρύσει στη Φλωρεντία μια Πλατωνική Ακαδημία. Εξάλλου, προς τον Πλάτωνα οδήγησε τον Μarsilio Ficino ο Βησσαρίων, που ήταν, όπως παρατηρεί ο Κenneth M. Setton, μια από τις πιο διακεκριμένες και πιο ελκυστικές μορφές σ' έναν αιώνα «γεμάτο από μεγάλους άνδρες» (crowded with great men). Η πραγματεία του Βησσαρίωνος «Έλεγχος των κατά Πλάτωνος βλασφημιών», μια απάντηση στην πραγματεία «Comparationes philosophorum Aristotelis et Platonis», που είχε δημοσιεύσει, στο 1455, ένας άλλος Έλλην λόγιος, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος - έκαμε όχι μόνο τον Μarsilio Ficino, αλλά και ολόκληρο τον κύκλο των ουμανιστών γύρω από τον Lorenzo il Magnifico, να λατρεύουν τον Πλάτωνα.
 
            5. Οι Έλληνες του Βυζαντίου, καθώς και της βενετοκρατούμενης Κρήτης, που συνέβαλαν στην άνθηση του ευρωπαϊκού ουμανισμού στον 15ο και τον 16ο αιώνα, ήταν πολλοί. Δίδαξαν τα αρχαία ελληνικά γράμματα στην Ιταλία, στην Ισπανία, στο Παρίσι (μαθητές Ελλήνων ήταν και ο Έρασμος και ο Guillaume Budé), και συνέβαλαν εξάλλου δραστήρια στην έκδοση αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων στη Βενετία και αλλού. (Στη Βενετία συνεργάσθηκαν με τον Αldo Manuzio ο Μάρκος Μουσούρος, ο Ιωάννης Γρηγορόπουλος, ο Δημήτριος Δούκας και άλλοι Έλληνες, και εκεί ίδρυσαν δικό τους τυπογραφείο ο Ζαχαρίας Καλλιέργης και ο Νικόλαος Βλαστός). Η δράση τους ήταν μια θαυμαστή, αλλά και δραματική εποποιία. Ξεριζωμένοι από την πατρική γη, οι Έλληνες εκείνοι κατάφεραν να επιβληθούν στη Δύση ως λόγιοι υψηλής στάθμης και μετέφεραν - πρέπει να προστεθεί και αυτό - στην ξενιτιά, ό,τι ακριβώς χρειαζόταν την ώρα εκείνη η Δύση. Δεν μετέφεραν το βυζαντινό θεολογικό πνεύμα, αλλά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, που θεματοφύλακας του ήταν χίλια ολόκληρα χρόνια, το Βυζάντιο.
             Όταν, στο 1452, πέθανε στο Μυστρά ο Πληθών, ένας από τους μαθητές του πρόφερε τις βαριές λέξεις: «Διασπαρησόμεθά τε οἱ τῶν λόγων ἐρασταί ἐπί τήν τῆς οἰκουμένης ἐσχατιάν». Ο μαθητής αυτός του Πλήθωνα - Γεώργιος Ιερώνυμος (η Έρμώνυμος) ήταν το όνομα του - δίδαξε αργότερα τα ελληνικά γράμματα στο Παρίσι. Στο 1482, ο Johann Reuchlin ο διάσημος αργότερα Γερμανός ουμανιστής, αφού είχε μάθει την ελληνική γλώσσα στο Παρίσι από Έλληνες δασκάλους, έφθασε είκοσιεφτά χρονών στη Ρώμη και άκουσε έναν άλλον Έλληνα να διδάσκει Θουκυδίδη. Ο Έλλην αυτός - ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, που είχε εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη λίγο πριν από την πτώση της και είχε διδάξει τα ελληνικά γράμματα δεκαπέντε χρόνια (ως το 1471) στη Φλωρεντία - αναφώνησε, όταν άκουσε τον ΚεικΛϋη να μιλάει ελληνικά: «Εcce, Graecia nostro exsilio tranvolavit Alpes». Τα λόγια αυτά, που μας παραδόθηκαν από τον Μελάγχθονα (Μelancthon) σε λατινική μετάφραση (σε μιαν από τις ομιλίες του: «Declamationes»), είναι ένα επίγραμμα, που δηλώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη μεγάλη συμβολή των Ελλήνων του Βυζαντίου στη γένεση και εξάπλωση του ευρωπαϊκού ουμανισμού,
«Ευρωπαϊκή Κοινότητα», Ιούνιος 1979
 



Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Ονοματα, Επιθετα & Παρατσουκλια βυζαντινών αυτοκρατόρων



ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ http://www.byzantium.xronikon.com/homegr.html



.

Ιουλιανός ο Παραβάτης(361-363)

leo 1
Ο Ιουλιανός ήταν ο τελευταίος ειδωλολάτρης Ρωμαίος αυτοκράτορας. Είχε απορρίψει τον Χριστιανισμό και ήταν οπαδός του Νεοπλατωνισμού. Επιπλέον πήρε μέτρα κατά των Χριστιανών. Για το λόγο αυτό είχε προκαλέσει το μένος μεταγενέστερων χριστιανών συγγραφέων και λογίων, αρχής γενομένης από τον Ιωάννη Χρυσόστομο και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, που του προσέδωσαν τον χαρακτηρισμό «Αποστάτης» ή «Παραβάτης».

Λέων Α’ ο Θραξ(457-474)

leo 1
Το όνομα του Λέοντος πριν γίνει αυτοκράτορας ήταν Marcellus. Το 470 ο Αρνατμπούρ, γιος του πανίσχυρου Αλανού μάγιστρου Άσπαρ, υποκίνησε εξέγερση του στρατού στη Θράκη, που απέτυχε. Ο Λέων συνειδητοποίησε ότι ο Άσπαρ ήταν σοβαρή απειλή και αποφάσισε την εξόντωση του Άσπαρ και του Αρνταμπούρ που δολοφονήθηκαν στο παλάτι, το 471, από ευνούχους.
Μετά από αυτό, ο Λέων απέκτησε το παρατσούκλι "Μακέλλης", που παραπέμπει στη λατινική λέξη για το «χασάπη» και είναι παραφθορά του αρχικού του ονόματος "Μάρκελλος".
Επιπλέον, επειδή ήταν από τη Θράκη, έμεινε στην Ιστορία σαν Λέων ο Θραξ ή Λέων Ο Δαξ (εκ Δακίας).

Ζήνων(474-475 & 476-491)

zeno
Ο Ζήνων καταγόταν από την Ισαυρία, μια περιοχή γύρω από την οροσειρά του Ταύρου στη Μικρά Ασία, και το πραγματικό του όνομα ήταν Ταρασικόδισσα Τρασκαλισσαίος. Έκανε καριέρα στο στρατό και έγινε στρατηγός. Όταν ο Λέων Α’ (που έψαχνε για ερείσματα) τον έκανε γαμπρό του, του έδωσε το πιο πολιτισμένο, και ελληνοπρεπέστατο, «Ζήνων». Ο Λέων γενικά φαίνεται ότι είχε αδυναμία στα ελληνικά ονόματα. Εκτός από το δικό του, είχε διαλέξει ελληνικότατο όνομα και για την κόρη του, την Αριάδνη.
Ο Ζήνων δεν ήταν αγαπητός, επειδή δεν προερχόταν από την άρχουσα ελληνορωμαϊκή τάξη. Του είχαν δώσει το προσωνύμιο ο Βάρβαρος λόγω της καταγωγής του. Και άλλοι αυτοκράτορες μετά από αυτόν ήταν Ίσαυροι, αλλά δεν εθεωρούντο πλέον βάρβαροι.

Αναστάσιος I(491-518)

anastasius
Οι σύγχρονοί του τον αποκαλούσαν «Δίκορο» επειδή τα μάτια του είχαν παράταιρα χρώματα: το ένα ήταν μαύρο και το άλλο γαλάζιο.

Κώνστας Β’(641-668)

constans
Ο Κώνστας Β’ είχε βαπτιστεί Ηράκλειος (το όνομα του παππού του) και βασίλεψε επισήμως με το όνομα Κωνσταντίνος. Το «Κώνστας» ήταν ένα μειωτικό προσωνύμιο που καθιερώθηκε στην ιστοριογραφία.
Ο Κώνστας έφερε επίσης ένα από τα πιο χαρακτηριστικά επίθετα της Βυζαντινής ονοματολογίας: Έγινε γνωστός και ως «Πωγωνάτος» λόγω της χαρακτηριστικής γενειάδας του. Δεδομένου ότι όλοι οι αυτοκράτορες μετά τον Φωκά ήταν γενειοφόροι, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως η δικιά του η γενειάδα ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Δεν είναι όμως έτσι.
Ο λόγος που πήρε το προσωνύμιο είναι άλλος: Ο Κώνστας όταν ανέβηκε στο θρόνο ήταν 11 ετών. Για μερικά χρόνια βασίλευε όντας, κυριολεκτικά «αμούστακο παιδί». 'Οταν άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες τρίχες στο πρόσωπό του, οι υπήκοοί του χαιρέτισαν το γεγονός και, με προφανώς φιλοπαίγμονα διάθεση, άρχισαν να τον αποκαλούν «πωγωνάτο».

Σημειωτέον ότι αναφερόταν σαν Κωνσταντίνος Πωγωνάτος και όχι Κώνστας Πωγωνάτος. Όλο αυτό το μπέρδεμα με τα ονόματα δημιούργησε μια δικαιολογημένη σύγχυση, και μέχρι τη δεκαετία του 1990, οι ιστορικοί πίστευαν πως ο γιος του, Κωνσταντίνος Δ’, ήταν ο «Πωγωνάτος». Σήμερα είναι εξακριβωμένο πως ο Κώνστας Β’ ήταν ο αληθινός Πωγωνάτος.

Ιουστινιανός Β’ Ρινότμητος(685-695 & 705-711)

rhinotmetus
Το επίθετο «Ρινότμητος» σημαίνει «αυτός με την κομμένη μύτη». Ο Ιουστινιανός υπέστη ακρωτηριασμό της ρινός όταν εκθρονίστηκε από τον Λεόντιο. Τότε πίστευαν πως ένας παραμορφωμένος άντρας δεν είχε δικαιώματα στο θρόνο. Όμως μετά από μια περιπετειώδη εξορία, ο Ιουστινιανός κατόρθωσε να ξαναπάρει το θρόνο και κυβέρνησε για 6 χρόνια, χωρίς μύτη. Λέγεται μάλιστα ότι φορούσε ένα χρυσό κάλυμμα στη μύτη του. Μετά από αυτό η ρινοκοπία δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε σαν μέθοδος αποκλεισμού από την εξουσία.
Σύμφωνα με κάποιες πηγές, εκτός από τη μύτη είχαν κόψει και τη γλώσσα του Ιουστινιανού, αλλά δεν υπάρχουν καθόλου πληροφορίες για τον τρόπο που αντεπεξήλθε σ’ αυτή τη δυσκολία.

Κωνσταντίνος Ε’ ο Κοπρώνυμος(741-775)

copronymus
Ο Κωνσταντίνος Ε’ είχε το χειρότερο επίθετο: «Κοπρώνυμος» που προφανώς προέρχεται από το «κόπρος».
Ο Κωνσταντίνος υπήρξε κεντρική μορφή της Εικονομαχίας, που διαίρεσε το Βυζάντιο για πολλές δεκαετίες. Για το λόγο αυτό, οι χρονικογράφοι και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς έπνεαν τα μένεα εναντίον του. Του έδωσαν αυτό το συκοφαντικό όνομα διαδίδοντας ότι όταν τον βάφτιζαν, αφόδευσε στην κολυμβήθρα. Υποτίθεται πως το συμβάν είχε εκληφθεί σαν κακός οιωνός για επερχόμενα κακά. Το πιο πιθανό είναι ότι η ιστορία αυτή είναι επινόηση των εικονολατρών, που ως γνωστόν, επικράτησαν στο τέλος.

Κωνσταντίνος ΣΤ’ ο Τυφλός(780-797)

the blind
Ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ είχε την προσωνυμία «ο Τυφλός» επειδή τον τύφλωσαν μετά την εκθρόνισή του.
Αυτό δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο. 5 Βυζαντινοί αυτοκράτορες τυφλώθηκαν από αντιπάλους και σφετεριστές. Ένας από αυτούς μάλιστα (Ο Ισαάκιος Άγγελος) επανήλθε στην εξουσία όντας τυφλός.

Δύο στοιχεία πρέπει να έκαναν την περίπτωση του Κωνσταντίνου ΣΤ’ ξεχωριστή και χάρισαν σ’ αυτόν ειδικά τον τίτλο του Τυφλού: Πρώτον, ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας που τυφλώθηκε και, δεύτερον, τυφλώθηκε κατά διαταγή της μητέρας του, Ειρήνης...

Νικηφόρος Α’ Λογοθέτης(802-811)

nikephoros i
Ο Νικηφόρος είχε τα επίθετα «Λογοθέτης» ή «Γενικός». Η αιτία γι’ αυτό ήταν ότι είχε διατελέσει υπεύθυνος οικονομικών πριν γίνει αυτοκράτορας και ο κάτοχος αυτού του οφικίου στο Βυζάντιο έφερε τον τίτλο «Λογοθέτης του Γενικού».

Μιχαήλ Β’ ο Τραυλός(820-829)

basil
Ο Μιχαήλ είχε το παρατσούκλι «Τραυλός» ή «Ψελλός» (που σημαίνει επίσης τραυλός). Παρά το παρατσούκλι του, ο Μιχαήλ Β’ μάλλον δεν τραύλιζε. Πιστεύεται ότι απλώς δεν μιλούσε καλά Ελληνικά. Μιλούσε με πολύ βαριά προφορά και με αγωνιώδη προσπάθεια να βρει τις σωστές λέξεις. Είχε γεννηθεί στο Αμόριον της Φρυγίας και τον κορόιδευαν επαρχιώτη και αμόρφωτο, αλλά ήταν ικανότατος ηγέτης.

Μιχαήλ Γ’ ο Μέθυσος(842-867)

the drunkard
Ο Μιχαήλ Γ’ είχε το άκρως υποτιμητικό επίθετο ο «Μέθυσος». Τον είχαν περιγράψει σαν αμαρτωλό, βάναυσο, βίαιο, φιλήδονο και -βεβαίως- μέθυσο. Η σύγχρονη ιστορική έρευνα τον έχει αποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό, αποδεικνύοντας τον πολύ σημαντικό ρόλο που έπαιξε η βασιλεία του στην αναγέννηση του Βυζαντίου κατά τον 9ο αιώνα.
Ενδεχομένως ο Μιχαήλ ήταν πράγματι φιλήδονος (ελάχιστοι αυτοκράτορες δεν ήταν) αλλά κατά πάσα πιθανότητα οι ιστορικοί της Μακεδονικής δυναστείας, που επακολούθησε, υπερέβαλαν αναζητώντας δικαιολογίες για το φόνο του Μιχαήλ από τον Βασίλειο Α’, τον γενάρχη της λαμπρής Μακεδονικής δυναστείας. Πάντως το «Μέθυσος» έμεινε.

Αλέξανδρος(912-913)

Αλέξανδρος
Ο Αλέξανδρος ήταν εντελώς ακατάλληλος για τον αυτοκρατορικό θρόνο και είναι ευτύχημα που έμεινε σ’ αυτόν μόνο 13 μήνες. Δεν ασχολιόταν ιδιαίτερα με τις κρατικές υποθέσεις ούτε στα 33 χρόνια που ήταν συμβασιλέας ούτε όταν έγινε μονοκράτορας. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν τα γλέντια και οι ερωτικές περιπέτειες, και γι’ αυτό μερικές φορές αναφέρεται σαν «Αλέξανδρος ο Ερωτόληπτος». Επίσης αναφέρεται και σαν «Αλέξανδρος ο Γ’» συνυπολογίζοντας και τους βασιλείς της αρχαίας Μακεδονίας (ας μην ξεχνάμε πως ο Αλέξανδρος ήταν γόνος της Μακεδονικής δυναστείας).
Κανένας από αυτούς τους προσδιορισμούς δεν χρησιμοποιείται στη σύγχρονη ιστοριογραφία. Είναι κρίμα που ένας ηγεμόνας με τόσο ένδοξο όνομα πέρασε απαρατήρητος. Ο πολύς ο κόσμος αγνοεί σήμερα ότι υπήρξε Βυζαντινός αυτοκράτορας ονόματι «Αλέξανδρος».

Ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (19 Σεπτεμβρίου 86611 Μαΐου 912)

 

     Μαθητής του Φωτίου με εξαιρετική μόρφωση διακρίθηκε ως δόκιμος συγγραφέας και ενθουσιώδης ρήτορας. Έγραψε εκτενή επιτάφιο για τον πατέρα του, ποιήματα, λόγους και ομιλίες, που συνήθιζε να εκφωνεί ο ίδιος στις εκκλησιαστικές γιορτές και στρατιωτικό εγχειρίδιο, τα «Τακτικά». Για τη συγγραφική του δραστηριότητα τιμήθηκε όσο ακόμη ζούσε με την προσωνυμία «Σοφός». Σ' αυτόν αποδίδονται, χωρίς πολλή βεβαιότητα, οκτώ επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας επιγραφόμενα Λέοντος του Φιλοσόφου.

 

Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος(913-959)

Πορφυρογέννητος
Το επίθετο του Κωνσταντίνου Ζ’, «Πορφυρογέννητος», παραπέμπει στην αίθουσα του παλατιού, την ενδεδυμένη με πορφύρα, όπου ερχόταν στον κόσμο τα νόμιμα τέκνα των εν ενεργεία αυτοκρατόρων.
Ο Κωνσταντίνος είχε γεννηθεί κι αυτός σ’ αυτό το χώρο, παρόλο που η μητέρα του Ζωή δεν ήταν παντρεμένη με τον πατέρα του Λέοντα όταν γεννήθηκε. Φαίνεται ότι υιοθέτησε το επίθετο για να δώσει έμφαση στα νόμιμα δικαιώματά του στο θρόνο (ενώ τυπικά δεν ήταν εντελώς πορφυρογέννητος). Γενικά οι Πορφυρογέννητοι γιοι είχαν προτεραιότητα έναντι των άλλων που είχαν γεννηθεί πριν ο πατέρας τους γίνει βασιλεύς.
Μεταγενέστεροι αυτοκράτορες είχαν το χαρακτηρισμό «Πορφυρογέννητος» (Ρωμανός Β’, Ζωή κ.λπ.) αλλά στην ιστοριογραφία, το επίθετο χαρακτηρίζει πρωτίστως τον Κωνσταντίνο Ζ’.

Νικηφόρος Β’ Φωκάς(963-969)

phocas
"Nomen ist omen". Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν από τους πιο νικηφόρους στρατηγούς του Βυζαντίου και φαίνεται πως δικαίωσε πλήρως το όνομά του.
Οι σύγχρονοί του Βυζαντινοί τον αποκαλούσαν Καλλίνικο που παραπέμπει και αυτό σε νίκες. Οι Άραβες που είχαν υποστεί τις χειρότερες μέχρι τότε ήττες τους από αυτόν, τον έλεγαν Νικφούρ και Σφύρα . Οι χριστιανοί θαυμαστές του τον αποκαλούσαν επίσης «ο λευκός θάνατος των Σαρακηνών». Μια ακόμη προσωνυμία του ήταν «καλόγερος- αυτοκράτωρ» λόγω του ασκητικού του βίου και ίσως λόγω της σχέσης του με το Άγιο Όρος.

Μιχαήλ Ε’ ο Καλαφάτης(1041-1042)

the caulker
Ο πατέρας του Μιχαήλ Ε’ ήταν στα νιάτα του καλαφάτης πλοίων, που, με την υποστήριξη του αδελφού του και πανίσχυρου ευνούχου, Ιωάννη του Ορφανοτρόφου, είχε φτάσει να γίνει ναύαρχος του Βυζαντινού στόλου.
Όταν ο Μιχαήλ προσπάθησε να εκτοπίσει τη δημοφιλή αυτοκράτειρα -και θετή μητέρα του- Ζωή, ο λαός της Πόλης εξεγέρθηκε και θυμήθηκε την ταπεινή καταγωγή του σφετεριστή. Το σύνθημα τους ήταν «Ημείς σταυροπάτην και καλαφάτην Βασιλέα ού θέλομεν, αλλά την αρχέγονον και ημετέραν μητέρα Ζωή». Μετά από αυτό το επεισόδιο, ο Μιχαήλ καθαιρέθηκε, τυφλώθηκε, ευνουχίσθηκε και απέκτησε ένα διαχρονικό παρατσούκλι.

Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος(1042-1055)

leo v
Το επίθετο του Κωνσταντίνου Θ’, «Μονομάχος», δεν ήταν παρατσούκλι. Ήταν το επώνυμό του πριν γίνει βασιλιάς. Είναι άγνωστο αν κάποιος πρόγονός του υπήρξε μονομάχος.
Το ίδιο επίθετο έφερε και ο Ρώσος Τσάρος Βλαδίμηρος Β’ ο Μονομάχος, ο οποίος ήταν εγγονός του, γιος της κόρης του Αναστασίας από την ερωμένη του Μαρία Σκλήραινα.
 

Μιχαήλ Ζ’ Δούκας(1067-1068 & 1071-1078)

alexander
Ο Μιχαήλ Ζ’ Δούκας, ο ανίκανος διάδοχος του Ρωμανού Διογένη, είχε το παρατσούκλι «Παραπινάκης» ή «Παραπινάκιος». Επί των ημερών είχε καταρρεύσει η οικονομία και αναγκάσθηκε να υποτιμήσει το νόμισμα. Σαν να μην έφτανε αυτό, διέθετε το σιτάρι στο λαό αντί ενός μεδίμνου, αλλά και αυτό λειψό «παρά πινάκιο», εξ ου και το προσωνύμιο «Παραπινάκης».

Ιωάννης Β’ Κομνηνός(1118-1143)

john komnenos
Ο Λατίνος ιστορικός Γουλιέλμος της Τύρου περιέγραψε τον Ιωάννη Β’ Κομνηνό ως εξής: κοντός και ασυνήθιστα άσχημος, με μαλλιά, μάτια και δέρμα τόσο μαύρα που τον έλεγαν «Μαυριτανό».
Εν τούτοις ο Ιωάννης είχε το παρωνύμιο Καλοϊωάννης (ή Καλογιάννης). «Καλός» εκείνη την εποχή ακόμα σήμαινε «ωραίος». Δεν αποκλείεται το επίθετο να οφείλεται στην καλοσύνη του, αλλά το πιο πιθανό είναι να πρόκειται για ευφημισμό, με περιπαικτική διάθεση για την εξωτερική εμφάνιση του αυτοκράτορος.

Αλέξιος Γ’ Άγγελος(1195-1203)

john v
Ο Αλέξιος Γ’ Άγγελος υπήρξε από τους χειρότερους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες. Ανέβηκε στο θρόνο αφού εκθρόνισε και τύφλωσε τον αδελφό του Ισαάκιο Άγγελο που τον είχε ευεργετήσει. Ως αυτοκράτωρ ο Αλέξιος υιοθέτησε το όνομα Αλέξιος Κομνηνός, προφανώς σε μια προσπάθεια να ισχυριστεί ότι δήθεν προερχόταν από την έξοχη δυναστεία των Κομνηνών και ίσως θέλοντας να κάνει το λαό να ξεχάσει ότι ήταν συγγενής του αυτοκράτορα που αδίκησε και τύφλωσε.

Αλέξιος Ε’ Δούκας Μούρτζουφλος(1204)

murtzuflos
Ο Αλέξιος Ε’ Δούκας έμεινε στην ιστορία με το περίεργο προσωνύμιο «Μούρτζουφλος».
Είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται για οικογενειακό επώνυμο, αλλά δεν δεν είναι γνωστό για ποιο λόγο ακριβώς τον έλεγαν έτσι. Ίσως ο Αλέξιος να ήταν μονίμως σκυθρωπός και κακόκεφος. Ήταν όμως δημοφιλής και επιτήδειος, κάτι δύσκολο για κάποιον που είναι μουτρωμένος και μουρτζούφλης. Εικάζεται ότι η επωνυμία του μάλλον οφείλεται στα σμιχτά του φρύδια.

Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος(1449-1453)

paleiologos
Ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας μερικές φορές αναφέρεται σαν Κωνσταντίνος Δραγάσης. Το επίθετο αυτό είναι η ελληνική απόδοση του "Dragas" (από το ελληνικό «Δρακάκης»), το οικογενειακό όνομα της μητέρας του που ήταν από τη Σερβία. Ο Κωνσταντίνος χρησιμοποιούσε αυτό το επώνυμο πριν γίνει αυτοκράτορας.



Ο Αυτοκράτορας Αναστάσιος Α΄(491- 518) και η οικονομική αναδιοργάνωση του βυζαντινού κράτους

 
 

 
 
                 Όταν πέθανε ο Ζήνων το 491 και εν όψει της εκλογής του νέου αυτοκράτορα ο λαός ζήτησε διά βοής από τη χήρα του Αριάδνη: «Ορθόδοξον βασιλέα τη οικουμένη, Ρωμαίον βασιλέα τη οικουμένη».
            Τα δύο πιο φλέγοντα προβλήματα της εποχής, το φυλετικό και το θρησκευτικό, που ήταν ακόμη άλυτα, κυριαρχούσαν στη σκέψη όλων. Στην Κωνσταντινούπολη ο λαός δεν ανεχόταν πια η κυβέρνησή του να αποτελείται από αλλογενείς σφετεριστές και αιρετικούς. Έτσι ο κλήρος έπεσε στον γέρο αυλικό Αναστάσιο (491-518), που αναδείχθηκε ικανός κυβερνήτης και κυρίως πέτυχε να αναδιοργανώσει τα οικονομικά του κράτους. Τελειοποίησε το νομισματικό σύστημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου με τη σταθεροποίηση του χάλκινου follis, που η τιμή του παρουσίαζε μεγάλες διακυμάνσεις, καθορίζοντάς την σε σταθερή σχέση με την αξία του χρυσού νομίσματος.
            Κύριο επίτευγμά του ήταν όμως η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος. Μεταβίβασε την ευθύνη της συλλογής των φόρων στις πόλεις από τους χρεωκοπημένους και ανίσχυρους βουλευτές (curiales) στους βίνδικες (vindices), που υπάγονταν απ’ ευθείας στον έπαρχο των πραιτωρίων. Ακόμη, κατάργησε το γνωστό χρυσάργυρον, την παλαιά auri lustralis collatio, που επιβάρυνε τους εμπόρους και τους βιοτέχνες των πόλεων. Το μέτρο αυτό προκάλεσε βαθειά ικανοποίηση στον αστικό πληθυσμό, γιατί ευνόησε σημαντικά το εμπόριο και τη βιοτεχνία, έθιξε όμως τον αγροτικό πληθυσμό, γιατί το αντιστάθισμα από την κατάργηση του «χρυσάργυρου» ήταν η απαίτηση του κράτους να καταβάλλεται τώρα η annona σε νόμισμα και όχι πια σε είδος. Η ριζική μετατροπή του φόρου της γης η (χρυσοτέλεια) δείχνει καθαρά, ότι ακόμη και η αγροτική οικονομία σιγά-σιγά προσαρμόσθηκε στη νομισματική οικονομία. Οι ανάγκες του κράτους σε γεωργικά προϊόντα καλύφθηκαν με την εφαρμογή της coemptio (της συνωνής), δηλ. της αναγκαστικής πωλήσεως των τροφίμων σε χαμηλές τιμές, που καθόριζε η κυβέρνηση. Ενώ λοιπόν η εμπορική και βιοτεχνική τάξη ανακουφίσθηκε, αντίθετα τα βάρη έπεσαν αισθητά πάνω στον αγροτικό πληθυσμό, όπως φαίνεται και από τις συχνές αναταραχές και εξεγέρσεις του λαού στην εποχή του Αναστασίου Α’. Πάντως η αυστηρή οικονομική πολιτική του αυτοκράτορα είχε ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί το κρατικό ταμείο. Έτσι, όταν πέθανε ο Αναστάσιος, διέθετε το τεράστιο απόθεμα των 320.000 λίτρων χρυσού.
              Η άνοδος του Αναστασίου Α’ στον θρόνο έφερε το τέλος της επιρροής των Ισαύρων, αν και ο αυτοκράτορας αναγκάσθηκε και στα επόμενα χρόνια να τους πολεμήσει συστηματικά, ώσπου να κάμψει οριστικά την αντίστασή τους (498). Έτσι οι Ίσαυροι μεταφέρθηκαν μαζικά στη Θράκη, η δύναμή τους εξουδετερώθηκε και έτσι λύθηκε οριστικά το πρόβλημα των ξένων φύλων στο Βυζάντιο.
           Αντίθετα οξύνθηκε όμως περισσότερο η θρησκευτική κρίση. Αν και ο Αναστάσιος, όταν ανέλαβε την εξουσία, έκανε – ύστερα από απαίτηση του πατριάρχη – δήλωση ότι ασπάζεται την ορθόδοξη πίστη, ωστόσο ήταν θερμός οπαδός του Μονοφυσιτισμού. Στην αρχή δέχθηκε το Ενωτικό διάταγμα, σιγά-σιγά όμως ακολούθησε περισσότερο μονοφυσιτική γραμμή και στο τέλος υποστήριξε φανερά το Μονοφυσιτισμό, για μεγάλη ικανοποίηση των μονοφυσιτών Κοπτών και Σύριων και δυσαρέσκεια των ορθόδοξων Βυζαντινών. Η βασιλεία του Αναστασίου ήταν μια αλυσίδα από επαναστάσεις και εμφύλιους πολέμους, ενώ η καταπιεστική διοίκηση τροφοδοτούσε συνεχώς τη γενική δυσαρέσκεια. Ο πληθυσμός βρισκόταν σε διαρκή αναταραχή και οι διαμάχες των δήμων εκδηλώνονταν με ασυνήθιστη οξύτητα.
 
 

Δίπτυχο του 6ου αιώνα από ελεφαντόδοντο που παριστάνει είτε τον Αναστάσιο Α΄ είτε τον Ιουστινιανό Α΄

 
 
 
 
 
 
      Τα    βυζαντινά κόμματα των Βενέτων και των Πρασίνων δεν ήταν, όπως είναι γνωστό, μόνο αθλητικές αλλά και πολιτικές οργανώσεις. Βέβαια συνέπρατταν με τα παλαιά κόμματα του Ιπποδρόμου και χρησιμοποιούσαν τα χρώματα και τις ονομασίες τους. Ο Ιππόδρομος ήταν για την Κωνσταντινούπολη (όπως το forum για την Ρώμη και η Αγορά για την Αθήνα), ο χώρος όπου ο λαός εξέφραζε τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Τα κόμματα των Βενέτων και των Πρασίνων, με διορισμένους από την κυβέρνηση ηγέτες, ασκούσαν πολύτιμες δημόσιες λειτουργίες, ιδιαίτερα στη φρούρηση των πόλεων και στην ανοικοδόμηση των τειχών τους. Τον πυρήνα των δήμων πάντως αποτελούσε κυρίως το τμήμα εκείνο του πληθυσμού, που ήταν επιφορτισμένο με τη φρούρηση των πόλεων. Οι μεγάλες αστικές μάζες συγκεντρώνονταν γύρω από αυτόν τον πυρήνα στα δύο κόμματα, υποστήριζαν το ένα και πολεμούσαν το άλλο. Έτσι οι Βένετοι και οι Πράσινοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε όλες τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας ως φορείς και εκπρόσωποι των πολιτικών τάσεων του λαού. Είναι λάθος να θεωρούμε τους Βένετους ως το κόμμα της αριστοκρατίας και τους Πράσινους ως το κόμμα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Κατά κανόνα τα ευρύτερα στρώματα του λαού αποτελούσαν το κύριο σώμα και των δύο κομμάτω· ωστόσο φαίνεται ότι τα ηγετικά στελέχη των Βενέτων προέρχονταν από τις παλαιές αριστοκρατικές οικογένειες των ελληνο-ρωμαίων μεγαλοκτημόνων συγκλητικών, ενώ η ηγεσία των Πρασίνων ανήκε στην τάξη των εμπόρων και των βιοτεχνών, καθώς επίσης και στην τάξη των αυλικών και των λειτουργών της οικονομικής διοικήσεως, που προέρχονταν κυρίως από τις ανατολικές επαρχίες. Έτσι οι Βένετοι αντιπροσώπευαν την ελληνική ορθοδοξία, ενώ οι Πράσινοι υποστήριζαν τον Μονοφυσιτισμό ή τις άλλες ανατολικές αιρέσεις.
             ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο κόμματα έπαιρνε συχνά τη μορφή σκληρών αγώνων. Από τα μέσα του πέμπτου αιώνα την πολιτική ζωή της αυτοκρατορίας χαρακτηρίζουν οι ατέλειωτοι αγώνες ανάμεσα στους Βενέτους και τους Πράσινους. Η κεντρική διοίκηση αναγκαστικά υπολόγιζε τους δήμους ως παράγοντες της πολιτικής ζωής και ευνοούσε άλλοτε τη μια και άλλοτε την άλλη παράταξη, έτσι που κατά κανόνα η μία από τις δύο υποστήριζε την κυβέρνηση, ενώ η άλλη περνούσε στην αντιπολίτευση. Μερικές φορές οι δύο δήμοι ενώνονταν σε κοινό αγώνα κατά της αυτοκρατορικής κυβερνήσεως για να υπερασπίσουν τις ελευθερίες τους εναντίον της αυθαιρεσίας και της απολυταρχίας της διοικήσεως. Άλλωστε στις οργανώσεις των δήμων επιβίωναν ως έναν βαθμό οι δημοκρατικές παραδόσεις των αρχαίων πόλεων.
 
       O    αυτοκράτορας Αναστάσιος Α’, που στον τομέα της οικονομίας προώθησε το εμπόριο και τη βιοτεχνία και στα θρησκευτικά θέματα υποστήριζε ανοικτά το Μονοφυσιτισμό, ήταν φίλος των Πρασίνων και έγινε έτσι ο στόχος επιθέσεως των Βενέτων. Συχνά εμπρησμοί κατέστρεφαν τα δημόσια κτίρια, οι προτομές του αυτοκράτορα καταρρίπτονταν και σέρνονταν στους δρόμους. Στον Ιππόδρομο γίνονταν εχθρικές διαδηλώσεις εναντίον του «ιερού» προσώπου του αυτοκράτορα. Ο όχλος περιύβριζε τον γέρο ηγεμόνα, μερικές μάλιστα φορές του επιτέθηκε με πέτρες. Όταν το 512 έγινε μια μονοφυσιτική προσθήκη στον Τρισάγιο ύμνο, ξέσπασε επανάσταση στην Κωνσταντινούπολη, που λίγο έλλειψε να στοιχίσει στον Αναστάσιο τον θρόνο.
      Η      κρίση κορυφώθηκε με την επανάσταση του στρατηγού της Θράκης Βιταλιανού, που από το 513 έφθασε τρεις φορές με στρατό και στόλο ως τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως. Στις στιγμές της μεγάλης κρίσης ο αυτοκράτορας ήταν διατεθειμένος να κάνει παραχωρήσεις, μόλις όμως ηρεμούσαν τα πράγματα υπαναχωρούσε στην παλαιά του πολιτική, έτσι που το κράτος δεν έβγαινε ποτέ από τον πυρετό της κρίσης. Βέβαια η θρησκευτική αντίθεση δεν ήταν το μόνο ούτε το πρωταρχικό κίνητρο στην εξέγερση του Βιταλιανού. Κέρδισε όμως την ισχυρή υποστήριξη στον αγώνα του, επειδή ακριβώς εμφανίσθηκε ως υπέρμαχος της ορθοδοξίας εναντίον του μονοφυσίτη αυτοκράτορα. Η πολιτική του Αναστασίου έδειξε καθαρά, ότι η υποστήριξη του Μονοφυσιτισμού οδηγούσε σε αδιέξοδο. Ήταν αμφίβολο αν η ειρήνη που έφερνε στη μακρινή Αίγυπτο και τη Συρία η πολιτική αυτή θα είχε διάρκεια, ενώ στοίχιζε πολύ ακριβά γενικά, γιατί ήταν η αιτία της μόνιμης αναταραχής στις κεντρικές επαρχίες της αυτοκρατορίας.
 
 
Πηγή: Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, Georg Ostrogorsky
 
 
 
 


Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Χριστιανικά ιερά σύμβολα και παραστάσεις του πρώιμου Χριστιανισμού, σε κατακόμβες και πρωτοχριστιανικούς ναούς.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ https://fdathanasiou.wordpress.com/
 


 
Χριστιανικά ιερά σύμβολα και παραστάσεις του πρώιμου Χριστιανισμού, σε κατακόμβες και πρωτοχριστιανικούς ναούς

 

 

Οι κυριώτεροι τύποι των ιερών μονογραμμάτων.


 
Κατακόμβη της Μήλου 2ος μ.Χ. αιώνας.
 
Ευχαριστιακό σύμβολο, κατακόμβη Αγίου Καλλίστου, Ρώμη 2ος μ.Χ. αιών.

 
Κατακόμβη της Domitilla, Ρώμη, 3ος αιών μ.Χ. – ΙΧΘΥΣ και ο Σταυρός.
 
Ο Σταυρός ανάμεσα σε δυο περιστέρια.
 
Ο Χριστός το Α και το Ω, κατακόμβη Commodilla, Ρώμη 3-4 αιώνας μ.Χ.
 
Κατακόμβη της Μήλου 2ος μ.Χ. αιών.
 
ΙΧΘΥΣ – Κατακόμβη Αγίου Σεβαστιανού.
ΙΧΘΥΣ : Ιησούς Χριστούς Θεού Υιός Σωτήρ, στην ακροστιχίδα των πέντε στοιχείων της λέξης διαφαίνεται το δόγμα της ενσάρκωσης του Κυρίου. Η δε Σύβιλλα η ερυθραία θεωρούσε ότι σημαίνει : Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ Σταυρός.

 
ΙΧΘΥΣ.
Λυχνάρι σε σχήμα Ιχθύος 4-5 μ.Χ. αιών, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών
 
Ο Ποιμήν ο Καλός, κατακόμβη Αγίας Πρισκίλλας 3ος αιών μ.Χ.

 
Ο Ποιμήν ο Καλός, κατακόμβη Domatillas 3ος μ. Χ. αιώνας.
Ο Ποιμήν ο καλός : «Εγώ ειμί ο Ποιμήν ο καλός», ο ποιμένας σε σχήμα νεανίου συμβολίζει τον Ιησού Χριστό.

 

Ο Ορφέας με τη Λύρα, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών (Αίγινα 4ος αιών μ.Χ.).

 

Ο Χριστός ως Ορφέας, κατακόμβη Αγίων Μερκελίνου και Πέτρου, Ρώμη 4ος αιών.
Ο Ορφέας με τη λύρα : Σύμβολο τη ελκυστικής δύναμης του Ευαγγελίου, της πνευματικής χαράς και της γαλήνης που επέρχεται στη ψυχή μετά την προσευχή.

 
Φοίνικας (ψηφιδωτό).
Φοίνικας : Σύμβολο της Ανάστασης. Ως φυτό συμβολίζει το δίκαιο, τη νίκη και το θρίαμβο κατά της αμαρτίας.

 
Άγιος Γεώργιος – Ροτόντα Θεσσαλονίκης (ψηφιωτό).
Ταώς : το Παγώνι, στις επιτύμβιες απεικονίσεις σύμβολο της Ανάστασης και της Αθανασίας, στα δε Βαπτιστήρια σύμβολο της καθόδου της Θείας Χάριτος στον βαπτιζόμενο.

 
Άγιος Γεώργιος – Ροτόντα Θεσσαλονίκης (ψηφιδωτό).

 
Άγιος Γεώργιος – Ροτόντα Θεσσαλονίκης (ψηφιδωτό).

 
Περιστερά επί του κύλικος, ψηφιδωτό.
Περιστέρι : Σύμβολο του Αγίου Πνεύματος, της φρόνησης και της ακεραιότητας.

 
Παλαιοβασιλική των Σόλων, 4ος αιώνας Κύπρος (κατεχόμενα).
Πελεκάνος : σύμβολο του Σταυρικού πάθους του Χριστού, ο οποίος δια του αίματός του ζωογονεί τους πιστούς.

 
Ο Ιησούς Χριστός ως αμνός, 359 μ.Χ.
Ο Ιησούς Χριστός ως αμνός, 4ος αιών.
Αμνός : Ο Ιησούς Χριστός. Η εικόνα πάρθηκε από τα λόγια του Ιωάννου του Προδρόμου : «Ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
 
Άγκυρα με Σταυρό, κατακόμβη Αγίου Σεβαστιανού.
Άγκυρα : Σύμβολο ελπίδας στον Σταυρό. Με ιχθύ, σύμβολο ελπίδας στον Χριστό.


 

Πελαργός ραμφίζει φίδι, παλαιοχριστιανική Βασιλική Ιλισσού Αθήνας, ψηφιδωτό (Βυζαντινό Μουσείο), 5ος αιών.

 
Άμπελος, παλαιοχριστιανική Βασιλική Ιλισσού Αθήνας, ψηφιδωτό (Βυζαντινό Μουσείο), 5ος αιών.

Άμπελος, παλαιοχριστιανική Βασιλική Ιλισσού Αθήνας, ψηφιδωτό (Βυζαντινό Μουσείο), 5ος αιών.
Άμπελος : Σύμβολο του Χριστού («Εγώ ειμί η Άμπελος») και της ιεράς μεταλήψεως ως γεννήματος της αμπέλου. Τα σταφύλια συμβολίζουν τους πιστούς που μένουν «εν τω Χριστώ».

 
Ο Προφήτης Ιωνάς στη θάλασσα, κατακόμβη Αγίας Πρισκίλλας.

 
Η Ανάσταση του Λαζάρου, 3ος αιώνας (Μουσείου του Βατικανού).

 
Η σκάλα του Ιακώβ, κατακόμβη Via Latina.
 
Ο Χριστός και η σαμμαρείτιδα στο πηγάδι, 4ος αιώνας.
Βάπτιση – κατακόμβη Αγίου Καλλίστου.
 
Προσευχόμενη ψυχή.

 
Περιστέρι με κλαδί ελιάς.
Περιστέρι με κλαδί ελιάς : Πάνω αριστερά στην εικόνα, είναι σύμβολο καταλλαγής.

 
Αγάπες.
Αγάπες : οι κοινές τράπεζες των πρωτοχριστιανικών χρόνων.


Οι τρεις παίδες στη κάμινο της βαβυλώνας, κατακόμβη Αγίας Πρισκίλλας.