Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

O Θρίαμβος του Βελισάριου

           
 
 
 
 
                        Το Καλοκαίρι του 534,μετά την διάλυση του κράτους των Βανδάλων,ο Βελισσάριος, απέπλευσε από την Καρχηδόνα για την Κωνσταντινούπολη με πολλά λάφυρα και αρκετές χιλιάδες αιχμαλώτους. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης του έκανε μεγάλη υποδοχή και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός του επέτρεψε να τελέσει θρίαμβο.
                       Την ημέρα του θριάμβου η πομπή ξεκίνησε από την κατοικία του Βελισαρίου.Μπροστά πήγαινε πεζός ο νικητής στρατηγός και πίσω του ακολουθούσαν ο αιχμάλωτος βασιλιάς Γελίμερος,οι άλλοι αιχμάλωτοι και όλοι οι θησαυροί που είχαν αρπάξει οι Βάνδαλοι από την Ρώμη.`Όταν η πομπή έφθασε στον Ιππόδρομο, ο Βελισάριος προσκύνησε μπροστά στον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα. Το ίδιο έκανε χωρίς προθυμία και ο Γελίμερος, ο οποίος καθώς γονάτιζε ψιθύρισε: «Ματαιότης,ματαιοτήτων,τα πάντα ματαιότης».
 

              Επιστρέψαμε πλέοντας από την Τρίπολη και την Κρήτη, ένα ταξίδι χωρίς προβλήματα και μπήκαμε πάλι στο Βόσπορο, ανήμερα μεσοκαλόκαιρου το σωτήριου έτους 534. Μας περίμενε μια θορυβώδης υποδοχή στην αποβάθρα και μια βασιλική στο παλάτι. Ο Ιουστινιανός είχε τόσο πολύ ενθουσιαστεί με την τεράστια αξία των θησαυρών που ξεφόρτωναν τα πλοία μας και τόσο πολύ εντυπωσιαστεί με τη θέα των 15.000 ρωμαλέων αιχμαλώτων (Βάνδαλοι), που λησμόνησε τις υποψίες του για στάση του Βελισάριου, τον αποκάλεσε <<αφοσιωμένο ευεργέτη μας>> και τον πήρε από το χέρι.
                Ωστόσο ως Γενικός Αρχηγός όλων των στρατιών της αυτοκρατορίας που ήταν, θεώρησε ότι δικαιωματικά του ανήκε όλη η δόξα για τη νίκη επί των Βανδάλων. Στο εισαγωγικό μέρος του Νέου Πανδέκτη των νόμων (είχε εκδοθεί την ίδια μέρα πού έγινε η μάχη στο Τρικάμαρο) είχε αυτοαναγορευτεί <<Κατακτητής Βανδάλων και Αφρικανών-Ευσεβής,Τροπαιοφόρος, Ευδαίμων και Ένδοξος, και, χωρίς διόλου να αναφέρει αν συμμετείχε και κάποιος άλλος στη νίκη, έκαμε λόγο για τις αγωνίες του πολέμου, τις νηστείες, που είχε υποστεί μέχρι να επιτευχθεί η νίκη.
                 Ο θρίαμβος λοιπόν που θα οργάνωνε θα ήταν δικός του και όχι του Βελισάριου: γιατί σε κανέναν υπήκοο δεν είχε δοθεί ποτέ το δικαίωμα να τελέσει θρίαμβο από καταβολής αυτοκρατορίας, ώστε να μην πάρουν τα μυαλά του αέρα και φιλοδοξήσει το θρόνο. Ακόμη λοιπόν και όταν οι πολεμικές επιδόσεις του αυτοκράτορα περιορίζονται στην αποβάθρα, από όπου εύχεται το κατευόδιο στον στρατό και τον καλωσορίζει, όταν αυτός επιστρέφει, ακόμη και τότε ο αυτοκράωρ υποδύεται το ρόλο του τροπαιούχου στρατηγού.
               Η Θεοδώρα, όμως, του συνέστησε πιεστικά να διαδραματίσει στο θρίαμβο τον ίδιο αμέτοχό ρόλο που είχε και στη μάχη και ν΄ αφήσει να οδηγηθεί η πομπή από τον Βελισάριο. Εκείνος δέχτηκε...
               Ο Βελισάριος εξήλθε από την κατοικία του που ήταν στη χρυσή πύλη, στο τείχος του Θεοδοσίου και διέσχισε με τη πομπή ολόκληρη τη Μεγάλη Οδό που είχε μήκος δυο μίλια. Ήταν πεζός και ακολουθούσε τους ιερείς και τους επισκόπους που προπορεύονταν αναπέμποντας ψαλμωδίες και λικνίζοντας θυμιατά. Δεν ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, πάνω σε άρμα. Ο δρόμος ήταν καταστόλιστος με άνθη, με χρωματιστά μετάξια, με στεφάνια και με χαιρετιστήριες επιγραφές, ασφυκτικά γεμάτος από παραληρούντα πλήθη. Σε κάθε μεγάλη πλατεία της διαδρομής – στην πλατεία του Αρκαδίου, στην Αγορά των Βοίων, στην πλατεία της Αδερφικής Αγάπης, στην πλατεία των Ταύρων (όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι Δάσκαλοι και οι σπουδαστές του Πανεπιστημίου) και τελικά στην πλατεία του Κων/νου όπου ήταν παρατεταγμένη όλη η πολιτοφυλακή- o κόσμος παραληρούσε και οι αρχηγοί των συνοικιών ξεχώριζαν από το πλήθος προσφέροντας δώρα και προσφωνώντας τον με καλωσορίσματα υπό τους ήχους σαλπισμάτων.
                  Πίσω από τον Βελισάριο που τον συνόδευαν ο Ιωάννης Καππαδόκης και άλλοι φημισμένοι στρατηγοί, ακολουθούσαν οι θωρακοφόροι του, οι πεζοναύτες και οι Μασσαγέτες Ούννοι, που την επομένη μέρα θα γύριζαν στην πατρίδα τους, ενώ την πομπή συνέχιζαν οι Βάνδαλοι αιχμάλωτοι, με επικεφαλής τον Γελίμερο που φορούσε πορφυρό μανδύα και συνοδευόταν από όλη την οικογένειά του.
                    Τα λάφυρα, φορτωμένα σε άμαξες, ήταν εκτυφλωτικά, τα σπουδαιότερα που εμφανίστηκαν ποτέ σε θρίαμβο. Ήταν όλα όσα είχαν συγκεντρώσει οι Βάνδαλοι από το υπερπόντιο και τα έσοδά τους στην Αφρική, συσσωρευμένα πλεονάσματα εκατό ετών, καθώς και η λεία των πειρατικών επιδρομών του Γιζέριχου. Οι Βάνδαλοι αποτελούσαν μια ολιγάριθμη και καταδυναστευτική ολιγαρχία σε μια εύφορη και καρποφόρα γη και όσα δεν είχαν ξοδέψει, από την οκνηρία τους σε δημόσια έργα, τα είχαν στοιβαγμένα και αποταμιευμένα.
                Πάνω στα κάρα λοιπόν, περνούσαν σωριασμένα εκατομμύρια λίβρες από ασημένιες ράβδους, σακιά γεμάτα αργυρά και χρυσά νομίσματα, ποσότητες ατόφιου χρυσού, μαλαματένια κύπελλα και σκεύη και αλατιέρες με ένθετα πετράδια, ολόχρυσοι θρόνοι και άμαξες και αγάλματα. Ευαγγέλια με μαλαματένια δεσίματα, και διακόσμηση πολύτιμών λίθων, βουνά ολόκληρα από χρυσά περιδέραια, ζώνες και δαχτυλίδια, καθώς κι από αρματωσιές με χρυσά στολίδια, κοντολογίς κάθε είδους βαρύτιμο και ωραίο αντικείμενο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, μαζί με ανεκτίμητες αρχαιότητες που προέρχονταν από τη λεηλασία του αυτοκρατορικού παλατιού της Ρώμης και του ναού του Δία από τον Γιζέριχο. Υπήρχαν επίσης και πάμπολλα ιερά κειμήλια: οστά μαρτύρων, θαυματουργές εικόνες, αυθεντικά ρούχα των Αποστόλων και τα καρφιά από το σταυρό του Αγίου Πέτρου, πάνω στον οποίο τον είχαν σταυρώσει ανάποδα.
                   Αλλά τα λάφυρα που προκάλεσαν το μεγαλύτερο θαυμασμό και το περισσότερο δέος ήταν τα ιερά σκεύη των Ιουδαίων, τα φτιαγμένα από το Μωυσή στην έρημο κατά τη ρητή εντολή του ίδιου του Θεού, που αργότερα φυλάγονταν στο ναό της Κιβωτού της Διαθήκης στην Ιερούσαλήμ. Αυτά ήταν : η ιερή τράπεζα των άρτων της προθέσεως, η κατασκευασμένη από ξύλο άσηπτο και καλυμμένη από χρυσό, μαζί με τους δίσκους, τα σπονδεία, και τις λεκάνες που τη συνόδευαν, η επτάκλωνη από σφυρήλατο χρυσό λυχνία με όλους της τους κόμβους και τις λεκάνες, και το χρυσό Ιλαστήριο με τα δυο του χερουβείμ με τα φτερά τους ανοιχτά. Αυτά τα άρπαξε ο Γιζέριχος από την Ρώμη, όπου τα είχε φέρει ο αυτοκράτορας Τίτος, όταν κατέλαβε τη Ρώμη.
                  Όταν η Ρώμη ήταν δημοκρατία, ο νικητής στρατηγός παρέλαυνε με τους αιχμαλώτους του περνώντας από όλους τους δρόμους της πόλης και την μέρα εκείνη θεωρούνταν ότι είχε την υπέρτατη εξουσία. Ο βασιλιάς ή αρχηγός του εχθρού, αν ήταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους, προσφερόταν θυσία στο τέλος του εορτασμού. Πόσο πολύ έχουν αλλάξει τα έθιμα από τότε.. Κοιτάξτε τον Γελίμερο που περπατά δίχως αλυσίδες: όταν η πομπή καταλήγει στον Ιππόδρομο, όπου την περιμένει ο Ιουστινιανός, καθισμένος στο βασιλικό θεωρείο, μπαίνει κι εκείνος μαζί με τους άλλους. Βγάζει τον πορφυρό μανδύα του, ανεβαίνει τα σκαλιά που οδηγούν στο θρόνο και προσκυνά τον Αυτοκράτορα, ο οποίος τον σηκώνει με ευμένεια και του δίνει χάρη. Με βασιλικό έγγραφο εκχωρούνται εκτάσεις στην Γαλατία γι΄  αυτόν και την οικογένειά του, του απονέμεται ο τίτλος του Πατρικίου, εάν συναινέσει να απαρνηθεί την αίρεση του Αρείου.
                 Κοιτάξτε τώρα και τον Βελισάριο, τον νικητή, που πλησιάζει στο θρόνο, βγάζει κι αυτό τον πορφυρό μανδύα του και πέφτει προσκυνώντας στα πόδια του Αυτοκράτορα: καμιά έκταση δεν του εκχωρείται και καμιά λέξη δεν ακούει, παρά μόνον του δηλώνουν ότι εξετέλεσε καλά τα καθήκοντά του.
                Τι στάση κράτησε άραγε ο Γελίμερος;  Μήτε γέλασε, μήτε έκλαψε, παρά κουνούσε το κεφάλι του μελαγχολικά και σαστισμένα, κι επαναλάμβανε διαρκώς την ίδια φράση, σαν να έλεγε κάτι μαγικό, τα λόγια του Εκκλησιαστή : «Ματαιότης,ματαιοτήτων,τα πάντα ματαιότης».
                  Ύστερα η Θεοδώρα είπε στον Ιουστινιανό ότι, αν θέλει να κερδίσει τον τίτλο του <<Μεγάλου>>, θα έπρεπε να είναι γενναιόφρων, δίνοντας στον νικητή κάποιο δείγμα αντάξιο της εύνοιας με την οποία τον περιέβαλλε. Τότε κι εκείνος τον αναγόρευσε  Ύπατο, για τον επόμενο χρόνο, και εξέδωσε μάλιστα κι ένα μετάλλιο που στην μπροστινή όψη είχε ανάγλυφο το κεφάλι του, και στην οπισθιά της είχε  τον Βελισάριο έφιππο, με πλήρη αρματωσιά, να επελαύνει, μια τιμή μοναδική για στρατηγό.
                   Η εγκατάσταση του Βελισάριου στην Υπατεία έγινε ανήμερα Πρωτοχρονιά. Καθισμένος στη φιλντισένια έδρα τυ αξιώματός του, που τη σήκωναν στα χέρια Βάνδαλοι αιχμάλωτοι, κρατώντας το φιλντισένιο του σκήπτρο, έκανε άλλη μια μικρή διαδρομή στην Πόλη από το ενδιαίτημά του στο Παλάτι ως το Μέγαρο της Συγκλήτου. Στο διάβα του μοίραζε πλήθος από τα προσωπικά του πολεμικά λάφυρα, νομίσματα, κούπες, πόρπες, ζώνες, που όλα μαζί υπολογίζονταν σε 100.000 χρυσά.
 
 
               Από το βιβλίο του Ρόμπερτ Γκρέιβς, <<Βελισάριος, o θρυλικός στρατηγός του Ιουστινιανού>> 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου